Η ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ 1940
Στην Κηφισιά, σε ένα σταυροδρόμι ισκιωμένο από μεγάλα πεύκα που
γέρνουν πάνω σε ροδοδάφνες, γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή, βρίσκεται μια
βίλα διώροφη, σταχτιά, με παράθυρα βυζαντινού ρυθμού, μέσα σε κήπο. Η
όψη της, παλαιική, δεν έχει τίποτα το αξιοπρόσεχτο· τίποτ’άλλο από μιαν
αρχοντιά λιγάκι κουρασμένη. Η πόρτα του κήπου, σιδερένια, δίφυλλη,
βρίσκεται σε κοφτή γωνία και βγάζει στο σταυροδρόμι.
Εκεί, στις τρεις παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, μέσα στη νύχτα,
ήλθε και σταμάτησε ένα αυτοκίνητο του Διπλωματικού Σώματος. Ο σκοπός
χωροφύλακας ξέκρινε μέσα τρεις άνδρες. Ο ένας τους βγήκε, τού μίλησε
ελληνικά, και του εξήγησε πως ο Πρεσβευτής της Ιταλίας ζητάει να ιδεί τον
Πρόεδρο της Κυβερνήσεως. Έχει να του κάνει, λέει, μιαν υπερεπείγουσαν
ανακοίνωση. Ο σκοπός κτύπησε το ηλεκτρικό κουδούνι της σκοπιάς του, να
ειδοποιήσει το σπίτι. Κοιμόνταν όλοι. Στη βαθειά γαλήνη της νύχτας, μακρυά
κάπου, ακουγότανε να γαυγίζει ένα σκυλί.
Η ώρα είχε σημάνει στο ρολόι της Ιστορίας.Δίχως άλλο προοίμιο, ο Γκράτσι
δήλωσε, μιλώντας γαλλικά, πως η κυβέρνησή του τον έχει επιφορτήσει να
επιδώσει μιαν επείγουσαν ανακοίνωση.
Έδωσε το τελεσίγραφο.
Ο Ιωάννης Μεταξάς άρχισε να διαβάζει...
Ο Γκράτσι, στο βιβλίο του, το γραμμένο είν’αλήθεια μ’έντονο αίσθημα
ντροπής για τη συμπεριφορά των ανθρώπων που κυβερνούσαν τότε τη χώρα
του, λέει πως «τα χέρια του Μεταξά, καθώς κρατούσαν το τελεσίγραφο,
ελαφροέτρεμαν συγκινημένα ,και τα μάτια του, πίσω από τα γυαλιά, ήταν
υγρά. Η στιγμή, πραγματικά, ήταν δραματική και επίσημη. Το βάρος της
ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, στο έθνος, στις παραδόσεις του, θα
μπορούσε να λυγίσει πολύ στιβαρούς ώμους. Ας ειπωθεί προς τιμήν τού
Μεταξά ότι δεν λύγισε τους δικούς του».
Είναι ολοφάνερο αδ. μου,πως μέσα στη συνείδησή του μιλούσε εκείνη την
ώρα κάτι πέρα από την πρακτική φρόνηση και τον πολιτικό ρεαλισμό. Μέσα
στη νύχτα, στο σαλονάκι με τη πολύ απλή επίπλωση όπου βρισκόταν μόνος
του, υπόλογος απέναντι στην Ελλάδα, εντολοδόχος της, ο Μεταξάς άκουσε
μέσα στο αίμα του τη βαθειά φωνή της εθνικής ψυχής.
Όταν αποδιάβασε ο Μεταξάς το κείμενο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη
διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου
στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού
Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και
άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική,
σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε καλά τον πρεσβευτή και με φωνή στγκινημένη
αλλά στέρεα, εἰπε :
«Alors, c’ est la guerre». Ώστε λοιπόν, πόλεμος !
Τότε ο Γκράτσι του είπε ὀτι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Του απάντησε
ΟΧΙ . Στη συνέχεια ο πρέσβης πρόσθεσε, ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο
Μεταξάς τον διέκοψε και του είπε πάλι ΟΧΙ !
Τότε ο Γκράτσι, με ευλάβεια υποκλίθηκε μπροστά στον έλληνα πρωθυπουργό
κι’ έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο, υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό
προ του γέροντος αυτού, που εκπροσωπόντας το Έθνος του προτίμησε την
υπερτάτη τούτη στιγμή την οδό της θυσίας, παρά την ατίμωση.
( Άγγελος Τερζάκης : Ελληνική Εποποιία 1940 -1941)
Με ένα τελεσίγραφο, αδ. μου, μοναδικό στα διπλωματικά χρονικά των
Εθνών, για το περιεχόμενο, την ώρα, και τον τρόπο που το παρουσίασαν, η
Ιταλία κάλεσε την Ελλάδα να της παραδώσει τα εδάφη της, να αρνηθεί την
Ελευθερία της, και να κατασπιλώσει την τιμή της.
Στην ιταμή αυτή αξίωση οι Έλληνες δώσανε την απάντηση που επέβαλλαν
3000 ετών παραδόσεις, χαραγμένες βαθειά στην ψυχή τους, και γραμμένες
μέχρι την τελευταία γωνιά της ιερής τους γης, με το αίμα των μεγαλυτέρων
ηρώων της ανθρώπινης ιστορίας.
Σ’ αυτόν τον άνισο, σκληρότατο, αλλά και πεισματώδη αγώνα, αγωνίσθηκαν
για τη σωτηρία όλων εκείνων των υψηλών αξιών που αποτελούν τον
πνευματικό και ηθικό πολιτισμό, την πολύτιμη παρακαταθήκη που
κληροδότησαν στην ανθρωπότητα οι δοξασμένοι τους πρόγονοι.
Τις 30 Οκτ. του ’40, ο Ιωάννης Μεταξάς , σε μια προφητική θα λέγαμε
ανακοίνωση προς τους εκδότες των αθηναικών εφημερίδων στο Ξενοδοχείο
της Μεγ. Βρεττανίας που ευρίσκετο το Γεν. Επιτελείο , έλεγε μεταξύ άλλων
και τα κάτωθι, εξηγόντας τους γιατί είπε το «ΟΧΙ» στους Ιταλούς:
«Ομολογώ, ότι εμπρός στη φοβερή ευθύνη της ανάμιξης της Ελλάδας σε
τέτοιο μάλιστα πόλεμο,έκρινα πως καθήκον μου ήταν να προφυλάξω τον
τόπο από αυτόν, έστω και με κάθε τρόπο, ο οποίος όμως θα συμβιβαζόταν με
τα γενικότερα συμφέροντα του Έθνους. Σε σχετικές βολιδοσκοπήσεις προς
την κατεύθυνση του Άξονα, μου δόθηκε να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύση
ήταν η εκούσια προσχώρηση της Ελλάδας στην «Νέα Τάξη».
Συγχρόνως όμως, μου δόθηκε να καταλάβω ότι η ένταξη στη «Νέα Τάξη»
προϋπέθετε προκαταρκτική άρση όλων των παλαιών διαφορών με τους
γείτονές μας. Και ναι μεν αυτό θα συνεπάγονταν φυσικά κάποιες θυσίες για
την Ελλάδα, αλλά οι θυσίες αυτές θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως
ασήμαντες μπροστά στα «οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα», τα οποία θα
είχε για την Ελλάδα η «Νέα Τάξη» στην Ευρώπη και στη Βαλκανική.
Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, μου δόθηκε να κατανοήσω ότι οι θυσίες
αυτές συνίστατο σε μερικές ικανοποιήσεις προς την Ιταλία δυτικώς μέχρι την
Πρέβεζα και προς τη Βουλγαρία ανατολικά μέχρι την Αλεξανδρούπολη.
Δηλαδή θα έπρεπε για να αποφύγουμε τον πόλεμο να γίνουμε εθελοντές
δούλοι και να πληρώσουμε αυτή την τιμή με το άπλωμα του δεξιού χεριού της
Ελλάδας προς ακρωτηριασμό από την Ιταλία και του αριστερού προς
ακρωτηριασμού από τη Βουλγαρία.
Φυσικά δεν ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι
Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδας. Και με το δίκιο τους.
Κυρίαρχοι πάντοτε της θάλασσας δεν θα παρέλειπαν, υπερασπιζόμενοι τους
εαυτούς τους, έπειτα από μια τέτοια αυτοδούλωση της Ελλάδας στους
εχθρούς τους να καταλάβουν την Κρήτη και τα άλλα μας νησιά
τουλάχιστον.Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυπτε μόνο από την πιο απλή
λογική, αλλά και από ασφαλείς βέβαιες πληροφορίες από την Αίγυπτο, όπου
είχε ήδη προμελετηθεί και αντιμετωπισθεί η ενέργεια που θα έπρεπε να γίνει
ως φυσικό επακόλουθο κάθε τυχόν εκούσιας ή ακούσιας συνεργασίας της
Ελλάδας με τον Άξονα, στα ελληνικά νησιά, ώστε να εμποδιστούν οι δυνάμεις
του Άξονα να τα χρησιμοποιούσουν.
Θα δημιουργούνταν έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρείς αυτή τη φορά
Ελλάδες.
Πρώτη θα ήταν η επίσημη της Αθήνας, η οποία θα είχε φτάσει στην πώρωση
και στο κατάντημα για να αποφύγει τον πόλεμο να δεχτεί να γίνει εθελοντής
δούλος, πληρώνοντας μάλιστα την τιμή αυτή και με την συγκατάθεσή της να
αυτοακρωτηριασθεί τραγικότατα, παραδίνοντας στη δουλεία πληθυσμούς
αμιγώς ελληνικούς και μάλιστα μπορώ να πω τους ελληνικότερους των
ελληνικών.
Δεύτερη θα ήταν η πραγματική Ελλάδα. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής
γνώμης του Έθνους, το οποίο ποτέ δεν θα αποδεχόταν την εκούσιά του
υποδούλωση πληρωμένη μάλιστα με εθνικό ακρωτηριασμό αφόρητο, που θα
ισοδυναμούσε με οριστική ατίμωση και μελλοντική σίγουρη εκμηδένιση του
Ελληνισμού ως έννοια και οντότητα, πρώτα ηθική και δεύτερον υλική. Το
Έθνος ουδέποτε θα συγχωρούσε στον Βασιλιά και στην Εθνική Κυβέρνηση
της 4ης Αυγούστου τέτοια πολιτική.
Τρίτη, τέλος, θα προέκυπτε μια ακόμη Ελλάδα, η Ελλάδα την οποία δεν θα
παρέλειπαν να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκληση του δημοκρατισμού,
οι δημοκρατικοί Έλληνες υπό την κάλυψη του βρετανικού στόλου, στην
Κρήτη και στα άλλα νησιά. Η τρίτη αυτή Ελλάδα, η «Δημοκρατική», θα είχε
με το μέρος της όχι μόνο την πρόθυμη υποστήριξη της Αγγλίας, στην οποία
θα έδινε το δικαίωμα να καλύψει τα νησιά μας, καλυπτόμενη και η ίδια στη
βόρειο Αφρική, αλλά θα είχε με το μέρος της και το εθνικό δίκιο. Η ηθική
δύναμη λοιπόν θα απορροφούσε μοιραίως την επίσημη Ελλάδα, γιατί θα
διέθετε η τρίτη αυτή Ελλάδα, την ανεπιφύλακτη έγκριση και ενίσχυση τής
ανεπίσημης δεύτερης Ελλάδας, την εθνική δημόσια γνώμη εν τη παμψηφία
της.
Έζησα κύριοι την περίοδο του εθνικού διχασμού, που δημιουργήθηκε το 1916
όταν από την κατάσταση εκείνη προέκυψαν δύο Ελλάδες, η της Αθήνας και
της Θεσσαλονίκης. Τον κίνδυνο από μια νέα διαίρεση της Ελλάδας, μια νέα
διαίρεση μάλιστα κατά πολύ τραγικότερη, διότι όπως την σκιαγράφησα δεν θα
ήταν καν διχασμός, αλλά τριχοτόμηση, τον κίνδυνο αυτό τον θεωρώ για το
Έθνος και για το μέλλον του ασύγκριτα χειρότερο από τον πόλεμο, έστω και
αυτόν τον πόλεμο, από τον οποίον είναι δυνατό και υποδουλωμένη να βγει
προσωρινώς η Ελλάδα. Λέγω προσωρινώς γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι
τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας. Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν.
Δεν μπορούν να νικήσουν.
Σήμερα όμως επί πλέον υπάρχουν και μερικοί άλλοι παράγοντες προδικάζουν
την τελική μας νίκη. Η Τουρκία δεν είναι όπως το 1916 σύμμαχος των
Γερμανών. Είναι σύμμαχος των Άγγλων. Η Βουλγαρία βέβαια ενεδρεύει και
τώρα όπως και τότε, αλλά εν πάση περιπτώσει αυτή την εποχή, τουλάχιστον
προς το παρόν, δεν τολμά. Ο καιρός όμως δεν δουλεύει για τον Άξονα.
Δουλεύει για τους αντιπάλους του. Τέλος, για τη Γερμανία η νίκη θα ήταν σε
κάθε περίπτωση δυνατή μόνο με κοσμοκρατορία. Αλλά η κοσμοκρατορία για
την Γερμανία κατέστη οριστικά αδύνατη στη Δουνκέρκη.
Ο πόλεμος για τον Άξονα έχει χαθεί, από τη στιγμή που η Αγγλία διακήρυξε:
«Θα πολεμήσουμε έστω και μόνοι στο νησί μας και πέραν των θαλασσών. Θα
πολεμήσουμε μέχρι της νίκης». Αλλά επιπλέον εμείς οι Έλληνες πρέπει να
γνωρίζουμε ότι δεν πολεμάμε μόνο για τη νίκη, αλλά και για τη δόξα.
Η νίκη θα είναι και δεν μπορεί να μην είναι δική μας. Θα είναι νίκη του
Αγγλοσαξωνικού κόσμου, απέναντι στον οποίο η Γερμανία, η οποία αφού ως
τώρα δεν κατόρθωσε να επιτύχει οριστικό αποτέλεσμα, είναι καταδικασμένη
να συντριβεί. Διότι από τώρα και πέρα ο ορίζοντας δεν πρέπει να θεωρείτε για
τον Άξονα ανέφελος, ούτε προς Ανατολάς. Και η Ανατολή είναι πάντοτε
μυστηριώδης. Πάντοτε ήταν, αλλά σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά
είναι γεμάτη από απρόοπτα και μυστήριο. Τελικώς λοιπόν θα νικήσουμε. Και
θέλω φεύγοντας από την αίθουσα αυτή να πάρετε μαζί σας όλη την δική μου
απόλυτη βεβαιότητα ότι θα νικήσουμε.
Εν τούτοις πρέπει να σας επαναλάβω, ότι επισημότερο διακήρυξα από την
πρώτη στιγμή. Η Ελλάς δεν πολεμά για τη νίκη. Πολέμα για τη Δόξα. Και για
την Τιμή της. Έχει υποχρέωση προς τον εαυτό της να μείνει άξια της ιστορίας.
Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλει να μείνει
μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήσει, έστω και χωρίς καμίαν ελπίδα νίκης.
Μόνον διότι πρέπει. Ξέρω ότι απ’ τη φοβεράν αυτήν δοκιμασία η Ελλάς θα
υποφέρει. Ξέρω όμως με βεβαιότητα ότι θα εξέλθει όχι μόνο ένδοξος αλλά και
μεγαλυτέρα».
Η απόρριψη του ιταλικού τελεσίγραφου αδ. μου, το γνωστό «ΟΧΙ» ,
προκάλεσε πρωτόγνωρα αισθήματα περηφάνιας και αποφασιστικότητας στους
Έλληνες. Όλοι μαζί, πέρα από πολιτικές και κοινωνικές διαφορές ξεχύθηκαν
στους δρόμους , αποφασισμένοι να αντισταθούν και να νικήσουν.
Οι Έλληνες φαντάροι , με το «χαμόγελο στα χείλη», μεθυσμένοι από το
όραμα της ελευθερίας, οπλισμένοι με ενθουσιασμό και πάθος που συνδαύλιζαν
οι σημαίες, τα πολεμικά εμβατήρια, και η φωνή του εκφωνητή στο
ραδιόφωνο, ξεκινούσαν για το μέτωπο σάν να πήγαιναν σε γιορτή.
Και ήταν πραγματικά γιορτή. Η πιο λαμπρή γιορτή της νεώτερης ελληνικής
ιστορίας.
Το ’40 τελέστηκε μια πράξη εξιλέωσης του ελληνικού λαού. Με την
αγωνιστικότητα και την αυταπάρνησή τους οι μαχόμενοι στα βουνά της
Ηπείρου θέλησαν να αποδείξουν στον ίδιο τους τον εαυτό, ότι ήταν πολύ πιο
άξιοι απ’ότι έδειχναν τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί της εισβολής.
Ο απολογισμός ήταν ήδη βαρύς· η εξουθενωτική διαμάχη βενιζελικών και
φιλοβασιλικών το 1916, η Μικρασιατική Καταστροφή το ’22, ο τυφεκισμός
των Έξι, και μετά οι κύκλοι της εκδίκησης και αντεκδίκησης.
Το φάσμα της αλληλοεξόντωσης είχε παραγίνει σκοτεινό, και τα μαθήματα
από το παρελθόν δεν είχαν ακόμη αντληθεί. Σύμφωνα με τις ενδείξεις, οι
Έλληνες έδειχναν ότι βαίνουν προς την αυτοκαταστροφή τους. Αλλά αυτό δεν
ήταν καθόλου κολακευτικό για ένα λαό που αγαπά την ιδέα που έχει για τον
εαυτό του· την ιδέα ότι είναι ικανός ακόμη και τη ροπή του προς την
αυτοκαταστροφή να την αναχαιτήσει, αν χρειαστεί. Και τον Οκτώβριο του
1940 δόθηκε μια μοναδική ευκαιρία για να αποδειχθεί αυτή η ικανότητα.
Λαός και πολιτική ηγεσία ρίχτηκαν τότε στον αγώνα κατά του εχθρού για να
ξεχάσουν ότι μέχρι τότε εξαντλούνταν στις μεταξύ τους διαμάχες στις οποίες
καμμιά παράταξη δεν δικαιωνόταν οριστικά, τελεσίδικα.
Ενώ στην Πίνδο η δικαίωση θα μπορούσε να έλθει για όλους. Σαν ευλογία της
Ιστορίας, σαν ανακούφηση , με τη διαπίστωση ότι επιτέλους αυτός ο λαός, ο
τόσο γήινος και βουτηγμένος στα πάθη του, μπορούσε να φθάσει στο ύψος
του ιδεατού.
Για ένα τέτοιο λαό η εθνική ενότητα ήταν η πιο δυσπρόσιτη ιδέα.
Αλλά ακριβώς γι’αυτό προσπάθησε τότε να την συλλάβει. Και για τον ίδιο λόγο
όταν το κατόρθωσε ένιωσε την περηφάνεια που νιώθη κάποιος όταν
επιτυγχάνει εκεί όπου άλλοι προεξοφλούν ότι θα αποτύχει.
Όπως σημείωνε συγκινημένος στο ημερολόγιό του την 28η Οκτωβρίου του
’40, ο «ψυχρός» συνήθως Γιώργος Θεοτοκάς :
« Στις κρίσιμες ώρες οι Έλληνες βρίσκουν τον πιο αληθινό εαυτό τους, ενώ
στις ομαλές περιστάσεις συμβαίνει τόσο συχνά να το ξεχνούν !»
Το «ΟΧΙ» του Μεταξά στον Γκράτσι, που το αγκάλιασε τόσο θερμά ο
ελληνικός λαός λίγες ώρες αργότερα, ήταν τόσο άμεσο και κατηγορηματικό,
που δύσκολα θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς καρπό μιας ψύχραιμης
ανάλυσης του στρατιωτικού συσχετισμού στα αλβανικά σύνορα και στην
Ανατολική Μεσόγειο.
Από την άλλη, θα ήταν εξ’ ίσου λάθος να δει κανείς στο «ΟΧΙ» μόνο μια
συναισθηματική φορτισμένη απάντηση στο αλαζονικό τελεσίγραφο, μιαν
απερισκεψία, χωρίς επίγνωση των βαρυσήμαντων συνέπειών της.
Το «ΟΧΙ» συνδύασε εξ’ ίσου πολύ μυαλό και ψυχή.
Το μυαλό ήταν η καλή πολεμική προετοιμασία των χρόνων που είχαν
προηγηθεί, η οποία ενίσχυε το ηθικό και τόνωνε την αυτοπεποίθηση, παρά
την ασάφεια των υποσχέσεων τού Λονδίνου για συνδρομή, σε περίπτωση
ελληνικής εμπλοκής στον πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μεταξάς, καθ’όλο το
1939 είχει διεξάγει μια μάχη μυστικών υπηρεσιών και είχε καταφέρει να πείσει
τους κατασκόπους τής Ιταλίας και της Γερμανίας, πως η Ελλάδα χρειαζόταν
πολλές εβδομάδες να συγκεντρώσει το στρατό στα σύνορα, ενώ στη
πραγματικότητα χρειάστηκε λιγότερο από οκτώ ημέρες. Η τακτική αυτή
πέτυχε να υποτιμήσουν οι εχθροί τον Ελληνικό στρατό, δίνοντας έτσι
σημαντικό πλεονέκτημα στις δυνάμεις μας. Όπως λένε οι ειδικοί, η
επιστράτευση του 1940, ήταν η καλύτερα οργανωμένη στη νεοελληνική
ιστορία.
Όσο για τη ψυχή, η άνανδρη βύθιση της «Έλλης», δυόμισι μήνες νωρίτερα,
την είχε φορτίσει με αποθέματα πάθους και συγκίνησης.
Έτσι, μολονότι η επίσημη κυβερνητική προπαγάνδα απέφευγε τις προκλήσεις,
το πατριωτικό συναίσθημα, ένα νεύμα ήθελε για να ξεσπάσει.
Το βαθύτερο λοιπόν νόημα του «ΟΧΙ» της 28 η ς Οκτωβρίου ήταν μια
ριψοκίνδυνη απόφαση, που βασιζὀταν σε καλό σχεδιασμό και υψηλο
φρόνημα.
Θα τελειώσω με ένα απόσπασμα που έγραψε ο Στράτης Μυριβήλης στο
περιοδικό «Νέα Εστία», στις 15 Νοεμβρίου 1940:
« Από την άλλη μεριά των συνόρων μας χτυπά ένας λαός 45 εκατομμυρίων.
Τον νικούμε γιατί είμαστε μια φυλή αρσσενική και λεύτερη, κι είναι μια φυλή
από 45 εκατομμύρια σκλάβους. Είναι ένας αγώνας άνισος , και οι λαοί τού
κόσμου, οχτροί , φίλοι και αδιάφοροι, τον παρακολουθούν με κατάπληξη.
Ποιό θα’ναι το τέλος του;
Ελάχιστα ενδιαφέρει αυτό το τέλος. Ολάκερη η δικαίωσή μας, στέκεται στην
αρχή. Το πως όλοι μαζί κάναμε τον πόλεμο, αυτό είναι η νίκη της φυλής.
Όλα τ’ άλλα είναι μηχανολογία. Και δεν είναι μόνο μια πράξη τιμής ετούτη η
ομόψυχη ενέργεια. Είναι ακόμα μια πράξη υγείας και μια πράξη φαντασίας.
Μόνο ένας οργανισμός πλημμυρισμένος από τη χαρά και τη δόξα της ζωής
έχει τη δύναμη να ορμά προς τη θυσία με τόσο κέφι. Και μόνο ένας λαός με
ισχυρή φαντασία μπορεί να εξαρθεί πάνω από το υλικό βάρος των ατομικών
συμφερόντων και να χυμήξει με τέτοια αποκοτιά με ανοιχτές τις φτερούγες
προς την αναμμένη φλόγα.
Σήμερα στεκόμαστε στην υψηλότατη κορφή της ιστορίας μας.
Εκεί που ο αέρας είναι αμβροσία.
Μπορούμε σήμερα να δεχτούμε τον Αισχύλο κοντά μας, δίχως να μας
ταπεινώσει ο μεγάλος και ιερός ίσκιος του. Και είναι μια υπεράνθρωπη χαρά
για κάθε πνευματικό άνθρωπο, να μπορέσει να σταθεί με ασφάλεια και με
επίγνωση σε τούτη την επικίνδυνη θέση, όπου το χώμα είναι σφραγισμένο
από τα βήματα των θεών και των ηρώων.
Όρθιος πάνω στη βίγλα της επίσημης ώρας, γεμάτος από ολάκερο το
παρελθόν της φυλής, γεμάτο από το νόημα της Ελληνικής Γης, που γέννημα
και φύτρο της είναι ο καθένας μας , έργο του ήλιου της και του χώματος τής
θάλασσάς της. Να σταθεί ο καθένας μας δικαιωμένος και ήσυχος μπρος
σ’οτιδήοτε κι αν πρόκειται να συμβεί.
Φτάνει αυτό να’ναι μέσα στο Νόμο της Ιστορίας της φυλής, που αυτός
προστάζει και εμείς πράττουμε. Να σταθεί ευτυχισμένος και να αναπνεύσει με
όλο του το στήθος τον αέρα των ελληνικών αιώνων, που’ναι μεθυστικός σαν
κρασί, γιατί είναι γεμάτος από σπέρματα ζωής, από τραγούδια και μύθους και
φαντασίες.
Καθένας να σταθεί έτσι με τη ψυχή γυμνή μπροστά στο Θεό, ώσπου να
αισθανθεί την ασήμαντη μονάδα τής ύπαρξής του απόλυτα ενσωματομένη
μέσα στην αιώνια μορφή της φυλής, αιώνιος κι αυτός μαζί Της. »
Στην Κηφισιά, σε ένα σταυροδρόμι ισκιωμένο από μεγάλα πεύκα που
γέρνουν πάνω σε ροδοδάφνες, γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή, βρίσκεται μια
βίλα διώροφη, σταχτιά, με παράθυρα βυζαντινού ρυθμού, μέσα σε κήπο. Η
όψη της, παλαιική, δεν έχει τίποτα το αξιοπρόσεχτο· τίποτ’άλλο από μιαν
αρχοντιά λιγάκι κουρασμένη. Η πόρτα του κήπου, σιδερένια, δίφυλλη,
βρίσκεται σε κοφτή γωνία και βγάζει στο σταυροδρόμι.
Εκεί, στις τρεις παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, μέσα στη νύχτα,
ήλθε και σταμάτησε ένα αυτοκίνητο του Διπλωματικού Σώματος. Ο σκοπός
χωροφύλακας ξέκρινε μέσα τρεις άνδρες. Ο ένας τους βγήκε, τού μίλησε
ελληνικά, και του εξήγησε πως ο Πρεσβευτής της Ιταλίας ζητάει να ιδεί τον
Πρόεδρο της Κυβερνήσεως. Έχει να του κάνει, λέει, μιαν υπερεπείγουσαν
ανακοίνωση. Ο σκοπός κτύπησε το ηλεκτρικό κουδούνι της σκοπιάς του, να
ειδοποιήσει το σπίτι. Κοιμόνταν όλοι. Στη βαθειά γαλήνη της νύχτας, μακρυά
κάπου, ακουγότανε να γαυγίζει ένα σκυλί.
Η ώρα είχε σημάνει στο ρολόι της Ιστορίας.Δίχως άλλο προοίμιο, ο Γκράτσι
δήλωσε, μιλώντας γαλλικά, πως η κυβέρνησή του τον έχει επιφορτήσει να
επιδώσει μιαν επείγουσαν ανακοίνωση.
Έδωσε το τελεσίγραφο.
Ο Ιωάννης Μεταξάς άρχισε να διαβάζει...
Ο Γκράτσι, στο βιβλίο του, το γραμμένο είν’αλήθεια μ’έντονο αίσθημα
ντροπής για τη συμπεριφορά των ανθρώπων που κυβερνούσαν τότε τη χώρα
του, λέει πως «τα χέρια του Μεταξά, καθώς κρατούσαν το τελεσίγραφο,
ελαφροέτρεμαν συγκινημένα ,και τα μάτια του, πίσω από τα γυαλιά, ήταν
υγρά. Η στιγμή, πραγματικά, ήταν δραματική και επίσημη. Το βάρος της
ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, στο έθνος, στις παραδόσεις του, θα
μπορούσε να λυγίσει πολύ στιβαρούς ώμους. Ας ειπωθεί προς τιμήν τού
Μεταξά ότι δεν λύγισε τους δικούς του».
Είναι ολοφάνερο αδ. μου,πως μέσα στη συνείδησή του μιλούσε εκείνη την
ώρα κάτι πέρα από την πρακτική φρόνηση και τον πολιτικό ρεαλισμό. Μέσα
στη νύχτα, στο σαλονάκι με τη πολύ απλή επίπλωση όπου βρισκόταν μόνος
του, υπόλογος απέναντι στην Ελλάδα, εντολοδόχος της, ο Μεταξάς άκουσε
μέσα στο αίμα του τη βαθειά φωνή της εθνικής ψυχής.
Όταν αποδιάβασε ο Μεταξάς το κείμενο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη
διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου
στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού
Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και
άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική,
σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε καλά τον πρεσβευτή και με φωνή στγκινημένη
αλλά στέρεα, εἰπε :
«Alors, c’ est la guerre». Ώστε λοιπόν, πόλεμος !
Τότε ο Γκράτσι του είπε ὀτι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Του απάντησε
ΟΧΙ . Στη συνέχεια ο πρέσβης πρόσθεσε, ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο
Μεταξάς τον διέκοψε και του είπε πάλι ΟΧΙ !
Τότε ο Γκράτσι, με ευλάβεια υποκλίθηκε μπροστά στον έλληνα πρωθυπουργό
κι’ έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο, υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό
προ του γέροντος αυτού, που εκπροσωπόντας το Έθνος του προτίμησε την
υπερτάτη τούτη στιγμή την οδό της θυσίας, παρά την ατίμωση.
( Άγγελος Τερζάκης : Ελληνική Εποποιία 1940 -1941)
Με ένα τελεσίγραφο, αδ. μου, μοναδικό στα διπλωματικά χρονικά των
Εθνών, για το περιεχόμενο, την ώρα, και τον τρόπο που το παρουσίασαν, η
Ιταλία κάλεσε την Ελλάδα να της παραδώσει τα εδάφη της, να αρνηθεί την
Ελευθερία της, και να κατασπιλώσει την τιμή της.
Στην ιταμή αυτή αξίωση οι Έλληνες δώσανε την απάντηση που επέβαλλαν
3000 ετών παραδόσεις, χαραγμένες βαθειά στην ψυχή τους, και γραμμένες
μέχρι την τελευταία γωνιά της ιερής τους γης, με το αίμα των μεγαλυτέρων
ηρώων της ανθρώπινης ιστορίας.
Σ’ αυτόν τον άνισο, σκληρότατο, αλλά και πεισματώδη αγώνα, αγωνίσθηκαν
για τη σωτηρία όλων εκείνων των υψηλών αξιών που αποτελούν τον
πνευματικό και ηθικό πολιτισμό, την πολύτιμη παρακαταθήκη που
κληροδότησαν στην ανθρωπότητα οι δοξασμένοι τους πρόγονοι.
Τις 30 Οκτ. του ’40, ο Ιωάννης Μεταξάς , σε μια προφητική θα λέγαμε
ανακοίνωση προς τους εκδότες των αθηναικών εφημερίδων στο Ξενοδοχείο
της Μεγ. Βρεττανίας που ευρίσκετο το Γεν. Επιτελείο , έλεγε μεταξύ άλλων
και τα κάτωθι, εξηγόντας τους γιατί είπε το «ΟΧΙ» στους Ιταλούς:
«Ομολογώ, ότι εμπρός στη φοβερή ευθύνη της ανάμιξης της Ελλάδας σε
τέτοιο μάλιστα πόλεμο,έκρινα πως καθήκον μου ήταν να προφυλάξω τον
τόπο από αυτόν, έστω και με κάθε τρόπο, ο οποίος όμως θα συμβιβαζόταν με
τα γενικότερα συμφέροντα του Έθνους. Σε σχετικές βολιδοσκοπήσεις προς
την κατεύθυνση του Άξονα, μου δόθηκε να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύση
ήταν η εκούσια προσχώρηση της Ελλάδας στην «Νέα Τάξη».
Συγχρόνως όμως, μου δόθηκε να καταλάβω ότι η ένταξη στη «Νέα Τάξη»
προϋπέθετε προκαταρκτική άρση όλων των παλαιών διαφορών με τους
γείτονές μας. Και ναι μεν αυτό θα συνεπάγονταν φυσικά κάποιες θυσίες για
την Ελλάδα, αλλά οι θυσίες αυτές θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως
ασήμαντες μπροστά στα «οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα», τα οποία θα
είχε για την Ελλάδα η «Νέα Τάξη» στην Ευρώπη και στη Βαλκανική.
Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, μου δόθηκε να κατανοήσω ότι οι θυσίες
αυτές συνίστατο σε μερικές ικανοποιήσεις προς την Ιταλία δυτικώς μέχρι την
Πρέβεζα και προς τη Βουλγαρία ανατολικά μέχρι την Αλεξανδρούπολη.
Δηλαδή θα έπρεπε για να αποφύγουμε τον πόλεμο να γίνουμε εθελοντές
δούλοι και να πληρώσουμε αυτή την τιμή με το άπλωμα του δεξιού χεριού της
Ελλάδας προς ακρωτηριασμό από την Ιταλία και του αριστερού προς
ακρωτηριασμού από τη Βουλγαρία.
Φυσικά δεν ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι
Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδας. Και με το δίκιο τους.
Κυρίαρχοι πάντοτε της θάλασσας δεν θα παρέλειπαν, υπερασπιζόμενοι τους
εαυτούς τους, έπειτα από μια τέτοια αυτοδούλωση της Ελλάδας στους
εχθρούς τους να καταλάβουν την Κρήτη και τα άλλα μας νησιά
τουλάχιστον.Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυπτε μόνο από την πιο απλή
λογική, αλλά και από ασφαλείς βέβαιες πληροφορίες από την Αίγυπτο, όπου
είχε ήδη προμελετηθεί και αντιμετωπισθεί η ενέργεια που θα έπρεπε να γίνει
ως φυσικό επακόλουθο κάθε τυχόν εκούσιας ή ακούσιας συνεργασίας της
Ελλάδας με τον Άξονα, στα ελληνικά νησιά, ώστε να εμποδιστούν οι δυνάμεις
του Άξονα να τα χρησιμοποιούσουν.
Θα δημιουργούνταν έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρείς αυτή τη φορά
Ελλάδες.
Πρώτη θα ήταν η επίσημη της Αθήνας, η οποία θα είχε φτάσει στην πώρωση
και στο κατάντημα για να αποφύγει τον πόλεμο να δεχτεί να γίνει εθελοντής
δούλος, πληρώνοντας μάλιστα την τιμή αυτή και με την συγκατάθεσή της να
αυτοακρωτηριασθεί τραγικότατα, παραδίνοντας στη δουλεία πληθυσμούς
αμιγώς ελληνικούς και μάλιστα μπορώ να πω τους ελληνικότερους των
ελληνικών.
Δεύτερη θα ήταν η πραγματική Ελλάδα. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής
γνώμης του Έθνους, το οποίο ποτέ δεν θα αποδεχόταν την εκούσιά του
υποδούλωση πληρωμένη μάλιστα με εθνικό ακρωτηριασμό αφόρητο, που θα
ισοδυναμούσε με οριστική ατίμωση και μελλοντική σίγουρη εκμηδένιση του
Ελληνισμού ως έννοια και οντότητα, πρώτα ηθική και δεύτερον υλική. Το
Έθνος ουδέποτε θα συγχωρούσε στον Βασιλιά και στην Εθνική Κυβέρνηση
της 4ης Αυγούστου τέτοια πολιτική.
Τρίτη, τέλος, θα προέκυπτε μια ακόμη Ελλάδα, η Ελλάδα την οποία δεν θα
παρέλειπαν να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκληση του δημοκρατισμού,
οι δημοκρατικοί Έλληνες υπό την κάλυψη του βρετανικού στόλου, στην
Κρήτη και στα άλλα νησιά. Η τρίτη αυτή Ελλάδα, η «Δημοκρατική», θα είχε
με το μέρος της όχι μόνο την πρόθυμη υποστήριξη της Αγγλίας, στην οποία
θα έδινε το δικαίωμα να καλύψει τα νησιά μας, καλυπτόμενη και η ίδια στη
βόρειο Αφρική, αλλά θα είχε με το μέρος της και το εθνικό δίκιο. Η ηθική
δύναμη λοιπόν θα απορροφούσε μοιραίως την επίσημη Ελλάδα, γιατί θα
διέθετε η τρίτη αυτή Ελλάδα, την ανεπιφύλακτη έγκριση και ενίσχυση τής
ανεπίσημης δεύτερης Ελλάδας, την εθνική δημόσια γνώμη εν τη παμψηφία
της.
Έζησα κύριοι την περίοδο του εθνικού διχασμού, που δημιουργήθηκε το 1916
όταν από την κατάσταση εκείνη προέκυψαν δύο Ελλάδες, η της Αθήνας και
της Θεσσαλονίκης. Τον κίνδυνο από μια νέα διαίρεση της Ελλάδας, μια νέα
διαίρεση μάλιστα κατά πολύ τραγικότερη, διότι όπως την σκιαγράφησα δεν θα
ήταν καν διχασμός, αλλά τριχοτόμηση, τον κίνδυνο αυτό τον θεωρώ για το
Έθνος και για το μέλλον του ασύγκριτα χειρότερο από τον πόλεμο, έστω και
αυτόν τον πόλεμο, από τον οποίον είναι δυνατό και υποδουλωμένη να βγει
προσωρινώς η Ελλάδα. Λέγω προσωρινώς γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι
τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας. Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν.
Δεν μπορούν να νικήσουν.
Σήμερα όμως επί πλέον υπάρχουν και μερικοί άλλοι παράγοντες προδικάζουν
την τελική μας νίκη. Η Τουρκία δεν είναι όπως το 1916 σύμμαχος των
Γερμανών. Είναι σύμμαχος των Άγγλων. Η Βουλγαρία βέβαια ενεδρεύει και
τώρα όπως και τότε, αλλά εν πάση περιπτώσει αυτή την εποχή, τουλάχιστον
προς το παρόν, δεν τολμά. Ο καιρός όμως δεν δουλεύει για τον Άξονα.
Δουλεύει για τους αντιπάλους του. Τέλος, για τη Γερμανία η νίκη θα ήταν σε
κάθε περίπτωση δυνατή μόνο με κοσμοκρατορία. Αλλά η κοσμοκρατορία για
την Γερμανία κατέστη οριστικά αδύνατη στη Δουνκέρκη.
Ο πόλεμος για τον Άξονα έχει χαθεί, από τη στιγμή που η Αγγλία διακήρυξε:
«Θα πολεμήσουμε έστω και μόνοι στο νησί μας και πέραν των θαλασσών. Θα
πολεμήσουμε μέχρι της νίκης». Αλλά επιπλέον εμείς οι Έλληνες πρέπει να
γνωρίζουμε ότι δεν πολεμάμε μόνο για τη νίκη, αλλά και για τη δόξα.
Η νίκη θα είναι και δεν μπορεί να μην είναι δική μας. Θα είναι νίκη του
Αγγλοσαξωνικού κόσμου, απέναντι στον οποίο η Γερμανία, η οποία αφού ως
τώρα δεν κατόρθωσε να επιτύχει οριστικό αποτέλεσμα, είναι καταδικασμένη
να συντριβεί. Διότι από τώρα και πέρα ο ορίζοντας δεν πρέπει να θεωρείτε για
τον Άξονα ανέφελος, ούτε προς Ανατολάς. Και η Ανατολή είναι πάντοτε
μυστηριώδης. Πάντοτε ήταν, αλλά σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά
είναι γεμάτη από απρόοπτα και μυστήριο. Τελικώς λοιπόν θα νικήσουμε. Και
θέλω φεύγοντας από την αίθουσα αυτή να πάρετε μαζί σας όλη την δική μου
απόλυτη βεβαιότητα ότι θα νικήσουμε.
Εν τούτοις πρέπει να σας επαναλάβω, ότι επισημότερο διακήρυξα από την
πρώτη στιγμή. Η Ελλάς δεν πολεμά για τη νίκη. Πολέμα για τη Δόξα. Και για
την Τιμή της. Έχει υποχρέωση προς τον εαυτό της να μείνει άξια της ιστορίας.
Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλει να μείνει
μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήσει, έστω και χωρίς καμίαν ελπίδα νίκης.
Μόνον διότι πρέπει. Ξέρω ότι απ’ τη φοβεράν αυτήν δοκιμασία η Ελλάς θα
υποφέρει. Ξέρω όμως με βεβαιότητα ότι θα εξέλθει όχι μόνο ένδοξος αλλά και
μεγαλυτέρα».
Η απόρριψη του ιταλικού τελεσίγραφου αδ. μου, το γνωστό «ΟΧΙ» ,
προκάλεσε πρωτόγνωρα αισθήματα περηφάνιας και αποφασιστικότητας στους
Έλληνες. Όλοι μαζί, πέρα από πολιτικές και κοινωνικές διαφορές ξεχύθηκαν
στους δρόμους , αποφασισμένοι να αντισταθούν και να νικήσουν.
Οι Έλληνες φαντάροι , με το «χαμόγελο στα χείλη», μεθυσμένοι από το
όραμα της ελευθερίας, οπλισμένοι με ενθουσιασμό και πάθος που συνδαύλιζαν
οι σημαίες, τα πολεμικά εμβατήρια, και η φωνή του εκφωνητή στο
ραδιόφωνο, ξεκινούσαν για το μέτωπο σάν να πήγαιναν σε γιορτή.
Και ήταν πραγματικά γιορτή. Η πιο λαμπρή γιορτή της νεώτερης ελληνικής
ιστορίας.
Το ’40 τελέστηκε μια πράξη εξιλέωσης του ελληνικού λαού. Με την
αγωνιστικότητα και την αυταπάρνησή τους οι μαχόμενοι στα βουνά της
Ηπείρου θέλησαν να αποδείξουν στον ίδιο τους τον εαυτό, ότι ήταν πολύ πιο
άξιοι απ’ότι έδειχναν τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί της εισβολής.
Ο απολογισμός ήταν ήδη βαρύς· η εξουθενωτική διαμάχη βενιζελικών και
φιλοβασιλικών το 1916, η Μικρασιατική Καταστροφή το ’22, ο τυφεκισμός
των Έξι, και μετά οι κύκλοι της εκδίκησης και αντεκδίκησης.
Το φάσμα της αλληλοεξόντωσης είχε παραγίνει σκοτεινό, και τα μαθήματα
από το παρελθόν δεν είχαν ακόμη αντληθεί. Σύμφωνα με τις ενδείξεις, οι
Έλληνες έδειχναν ότι βαίνουν προς την αυτοκαταστροφή τους. Αλλά αυτό δεν
ήταν καθόλου κολακευτικό για ένα λαό που αγαπά την ιδέα που έχει για τον
εαυτό του· την ιδέα ότι είναι ικανός ακόμη και τη ροπή του προς την
αυτοκαταστροφή να την αναχαιτήσει, αν χρειαστεί. Και τον Οκτώβριο του
1940 δόθηκε μια μοναδική ευκαιρία για να αποδειχθεί αυτή η ικανότητα.
Λαός και πολιτική ηγεσία ρίχτηκαν τότε στον αγώνα κατά του εχθρού για να
ξεχάσουν ότι μέχρι τότε εξαντλούνταν στις μεταξύ τους διαμάχες στις οποίες
καμμιά παράταξη δεν δικαιωνόταν οριστικά, τελεσίδικα.
Ενώ στην Πίνδο η δικαίωση θα μπορούσε να έλθει για όλους. Σαν ευλογία της
Ιστορίας, σαν ανακούφηση , με τη διαπίστωση ότι επιτέλους αυτός ο λαός, ο
τόσο γήινος και βουτηγμένος στα πάθη του, μπορούσε να φθάσει στο ύψος
του ιδεατού.
Για ένα τέτοιο λαό η εθνική ενότητα ήταν η πιο δυσπρόσιτη ιδέα.
Αλλά ακριβώς γι’αυτό προσπάθησε τότε να την συλλάβει. Και για τον ίδιο λόγο
όταν το κατόρθωσε ένιωσε την περηφάνεια που νιώθη κάποιος όταν
επιτυγχάνει εκεί όπου άλλοι προεξοφλούν ότι θα αποτύχει.
Όπως σημείωνε συγκινημένος στο ημερολόγιό του την 28η Οκτωβρίου του
’40, ο «ψυχρός» συνήθως Γιώργος Θεοτοκάς :
« Στις κρίσιμες ώρες οι Έλληνες βρίσκουν τον πιο αληθινό εαυτό τους, ενώ
στις ομαλές περιστάσεις συμβαίνει τόσο συχνά να το ξεχνούν !»
Το «ΟΧΙ» του Μεταξά στον Γκράτσι, που το αγκάλιασε τόσο θερμά ο
ελληνικός λαός λίγες ώρες αργότερα, ήταν τόσο άμεσο και κατηγορηματικό,
που δύσκολα θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς καρπό μιας ψύχραιμης
ανάλυσης του στρατιωτικού συσχετισμού στα αλβανικά σύνορα και στην
Ανατολική Μεσόγειο.
Από την άλλη, θα ήταν εξ’ ίσου λάθος να δει κανείς στο «ΟΧΙ» μόνο μια
συναισθηματική φορτισμένη απάντηση στο αλαζονικό τελεσίγραφο, μιαν
απερισκεψία, χωρίς επίγνωση των βαρυσήμαντων συνέπειών της.
Το «ΟΧΙ» συνδύασε εξ’ ίσου πολύ μυαλό και ψυχή.
Το μυαλό ήταν η καλή πολεμική προετοιμασία των χρόνων που είχαν
προηγηθεί, η οποία ενίσχυε το ηθικό και τόνωνε την αυτοπεποίθηση, παρά
την ασάφεια των υποσχέσεων τού Λονδίνου για συνδρομή, σε περίπτωση
ελληνικής εμπλοκής στον πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μεταξάς, καθ’όλο το
1939 είχει διεξάγει μια μάχη μυστικών υπηρεσιών και είχε καταφέρει να πείσει
τους κατασκόπους τής Ιταλίας και της Γερμανίας, πως η Ελλάδα χρειαζόταν
πολλές εβδομάδες να συγκεντρώσει το στρατό στα σύνορα, ενώ στη
πραγματικότητα χρειάστηκε λιγότερο από οκτώ ημέρες. Η τακτική αυτή
πέτυχε να υποτιμήσουν οι εχθροί τον Ελληνικό στρατό, δίνοντας έτσι
σημαντικό πλεονέκτημα στις δυνάμεις μας. Όπως λένε οι ειδικοί, η
επιστράτευση του 1940, ήταν η καλύτερα οργανωμένη στη νεοελληνική
ιστορία.
Όσο για τη ψυχή, η άνανδρη βύθιση της «Έλλης», δυόμισι μήνες νωρίτερα,
την είχε φορτίσει με αποθέματα πάθους και συγκίνησης.
Έτσι, μολονότι η επίσημη κυβερνητική προπαγάνδα απέφευγε τις προκλήσεις,
το πατριωτικό συναίσθημα, ένα νεύμα ήθελε για να ξεσπάσει.
Το βαθύτερο λοιπόν νόημα του «ΟΧΙ» της 28 η ς Οκτωβρίου ήταν μια
ριψοκίνδυνη απόφαση, που βασιζὀταν σε καλό σχεδιασμό και υψηλο
φρόνημα.
Θα τελειώσω με ένα απόσπασμα που έγραψε ο Στράτης Μυριβήλης στο
περιοδικό «Νέα Εστία», στις 15 Νοεμβρίου 1940:
« Από την άλλη μεριά των συνόρων μας χτυπά ένας λαός 45 εκατομμυρίων.
Τον νικούμε γιατί είμαστε μια φυλή αρσσενική και λεύτερη, κι είναι μια φυλή
από 45 εκατομμύρια σκλάβους. Είναι ένας αγώνας άνισος , και οι λαοί τού
κόσμου, οχτροί , φίλοι και αδιάφοροι, τον παρακολουθούν με κατάπληξη.
Ποιό θα’ναι το τέλος του;
Ελάχιστα ενδιαφέρει αυτό το τέλος. Ολάκερη η δικαίωσή μας, στέκεται στην
αρχή. Το πως όλοι μαζί κάναμε τον πόλεμο, αυτό είναι η νίκη της φυλής.
Όλα τ’ άλλα είναι μηχανολογία. Και δεν είναι μόνο μια πράξη τιμής ετούτη η
ομόψυχη ενέργεια. Είναι ακόμα μια πράξη υγείας και μια πράξη φαντασίας.
Μόνο ένας οργανισμός πλημμυρισμένος από τη χαρά και τη δόξα της ζωής
έχει τη δύναμη να ορμά προς τη θυσία με τόσο κέφι. Και μόνο ένας λαός με
ισχυρή φαντασία μπορεί να εξαρθεί πάνω από το υλικό βάρος των ατομικών
συμφερόντων και να χυμήξει με τέτοια αποκοτιά με ανοιχτές τις φτερούγες
προς την αναμμένη φλόγα.
Σήμερα στεκόμαστε στην υψηλότατη κορφή της ιστορίας μας.
Εκεί που ο αέρας είναι αμβροσία.
Μπορούμε σήμερα να δεχτούμε τον Αισχύλο κοντά μας, δίχως να μας
ταπεινώσει ο μεγάλος και ιερός ίσκιος του. Και είναι μια υπεράνθρωπη χαρά
για κάθε πνευματικό άνθρωπο, να μπορέσει να σταθεί με ασφάλεια και με
επίγνωση σε τούτη την επικίνδυνη θέση, όπου το χώμα είναι σφραγισμένο
από τα βήματα των θεών και των ηρώων.
Όρθιος πάνω στη βίγλα της επίσημης ώρας, γεμάτος από ολάκερο το
παρελθόν της φυλής, γεμάτο από το νόημα της Ελληνικής Γης, που γέννημα
και φύτρο της είναι ο καθένας μας , έργο του ήλιου της και του χώματος τής
θάλασσάς της. Να σταθεί ο καθένας μας δικαιωμένος και ήσυχος μπρος
σ’οτιδήοτε κι αν πρόκειται να συμβεί.
Φτάνει αυτό να’ναι μέσα στο Νόμο της Ιστορίας της φυλής, που αυτός
προστάζει και εμείς πράττουμε. Να σταθεί ευτυχισμένος και να αναπνεύσει με
όλο του το στήθος τον αέρα των ελληνικών αιώνων, που’ναι μεθυστικός σαν
κρασί, γιατί είναι γεμάτος από σπέρματα ζωής, από τραγούδια και μύθους και
φαντασίες.
Καθένας να σταθεί έτσι με τη ψυχή γυμνή μπροστά στο Θεό, ώσπου να
αισθανθεί την ασήμαντη μονάδα τής ύπαρξής του απόλυτα ενσωματομένη
μέσα στην αιώνια μορφή της φυλής, αιώνιος κι αυτός μαζί Της. »
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευπρόσδεκτα τα καλοπροαίρετα, ευπρεπή και τεκμηριωμένα σχόλια, γιατί αυτό θεωρώ ελληνικό τρόπο.
Διευκρινίζεται ότι δεν δεσμεύομαι να απαντώ σε όλα τα σχόλια και η παράλειψη απάντησης δεν σημαίνει παραδοχή οποιουδήποτε σχολίου ή άποψης.