Στον ιστότοπό μου αναρτώνται κείμενα διαφορετικής προέλευσης, για να επισημαίνονται με τρόπο πολυφωνικό μεν, επιλεγμένο δε (με κριτήριο την - κατά την δική μας, αναγκαία, κρίση – υγιή, εθνικά και τεκτονικά, διέγερση της συνείδησής μας, ως Ελλήνων πολιτών και τεκτόνων), γεγονότα επίκαιρα, στοχασμοί πολιτικοί και προβληματισμοί διαχρονικοί, όπως αναδεικνύονται μέσα από την κοινωνία μας, από ανθρώπους κατά τεκμήριο εκτός του τεκτονισμού, περιορίζοντας στο ελάχιστο προσωπικές μας, ειδικές ή μη, απόψεις, από όσα θα έχετε αντιληφθεί. Και πάντοτε αναφέρεται η πηγή (εκτός αν υπάρχει ενάντιος λόγος ή τυχαία παράλειψη).

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Εκτός τόπου και χρόνου το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ

Ο κ. Τσίπρας έδειξε στη ΔΕΘ ότι δεν κατανοεί πλήρως την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Tου ευρωβουλευτή της ΝΔ Γιώργου Κύρτσου
 
Το πολυσυζητημένο οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο εμφάνισε σε γενικές γραμμές ο κ. Τσίπρας από το βήμα της ΔΘ, είναι κατώτερο των περιστάσεων. Είναι ένα μείγμα φοροαπαλλαγών και παροχών, το οποίο θα κοστίσει στον κρατικό προϋπολογισμό 12-18 δισ. ευρώ, ανάλογα με τον υπολογισμό, και θα σημάνει το τέλος του προγράμματος προσαρμογής και της ευρωπαϊκής αξιοπιστίας της Ελλάδας.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Τσίπρας πρότεινε σαρωτικές φοροαπαλλαγές, πολλές από τις οποίες είναι σωστές από οικονομική και κοινωνική άποψη, χωρίς όμως να συμπληρώσει τις προτάσεις του με τα αναγκαία ισοδύναμα μέτρα. Σαν να μην έφτανε αυτό, αξιοποίησε μια παραδοσιακού τύπου παροχολογία –συνέχεια του μοιραίου «τα λεφτά υπάρχουν»– στην προσπάθειά του να αξιοποιήσει τα προβλήματα της κυβέρνησης και να διευρύνει το ακροατήριό του.


 
Το «αύριο» του 6,3%
Βασικό επιχείρημα του κ. Τσίπρα είναι ότι οι προτάσεις του έχουν πλέον ευρύτερη ευρωπαϊκή απήχηση, εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει σε επίπεδο Ε.Ε. «τις δυνάμεις του αύριο».
Στην πραγματικότητα η εκλογική απήχηση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς αποδείχθηκε πολύ περιορισμένη στις ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014, από τη στιγμή που κατέγραψε ένα ποσοστό της τάξης του 6,3%. Στην ομάδα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς συμμετέχουν δυνάμεις από Ιρλανδούς εθνικιστές μέχρι Σκανδιναβούς οικολόγους, που δεν προσυπογράφουν το σύνολο των θέσεων που εκφράζει ο κ. Τσίπρας. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει ότι έχει την ευρωπαϊκή απήχηση και τις ευρωπαϊκές διασυνδέσεις που χρειάζονται για τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, προκειμένου να καθησυχάσει τους ψηφοφόρους που ανησυχούν για το ενδεχόμενο εκλογικής επικράτησης και σχηματισμού κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Με τις δηλώσεις και τις πρωτοβουλίες που παίρνει η ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει αποξενώσει τους κεντροδεξιούς ηγέτες, όπως την κ. Μέρκελ, τους κεντροαριστερούς ηγέτες, όπως τον κ. Ολάντ και τον κ. Ρέντσι, και φυσικά τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γιούνκερ. Είναι αυταπόδεικτο λοιπόν ότι ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του δεν έχουν την ευρωπαϊκή επιρροή και τη διασύνδεση που αφήνουν –για προφανείς εκλογικούς λόγους– να εννοηθεί ότι έχουν.
 
Επικίνδυνη απλούστευση
Για να καλύψει τα κενά στην ευρωπαϊκή στρατηγική του, ο κ. Τσίπρας καταφεύγει σε επικίνδυνες υπεραπλουστεύσεις, του τύπου «Μέρκελ και μερκελιστές» από τη μια και ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, και ο «γραμματοκομιστής Σαμαράς» από τη μια και τα παλικάρια της επιθετικής διαπραγμάτευσης από την άλλη.
Η κ. Μέρκελ ηγείται της χώρας της Ευρωζώνης με τη μεγαλύτερη οικονομία και η κυβέρνησή της στηρίζεται από τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες, που εκφράζουν, με βάση τα αποτελέσματα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, τα 2/3 των Γερμανών. Παρ’ όλα αυτά, πιέζεται πολιτικά από την άνοδο των δεξιών ευρωσκεπτικιστών του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία, που διεκδικεί την επιστροφή στο μάρκο και υπογραμμίζει σε όλους τους τόνους ότι η οικονομική στήριξη των χωρών του Νότου είναι πεταμένα λεφτά, τα οποία θα καλυφθούν, αργά ή γρήγορα, από τους Γερμανούς φορολογούμενους.
Η διαφωνία με τις επιλογές της κ. Μέρκελ είναι απόλυτα θεμιτή, η διαρκής καταγγελία της, όμως, και η δαιμονοποίησή της υπονομεύουν τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας. Επιπλέον, μπορεί σε βάθος χρόνου να ενισχύσουν τη συντηρητική πτέρυγα του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, που ζητεί τη σκλήρυνση της πολιτικής της γερμανικής κυβέρνησης έναντι των χωρών του Νότου, και φυσικά της Ελλάδας, για να σταματήσει τη διαρροή ψηφοφόρων προς το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία.
Οι κεντροαριστεροί πολιτικοί ηγέτες της Ε.Ε. διεκδικούν μια λιγότερο αυστηρή δημοσιονομική διαχείριση και πρόσθετη χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων. Συμφωνούν όμως με την καγκελάριο της Γερμανίας και τους άλλους κεντροδεξιούς ηγέτες για την άμεση και δραστική εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και την προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών, που συμπεριλαμβάνουν τη μείωση του κόστους διαχείρισης του κράτους πρόνοιας και τις ιδιωτικοποιήσεις, και φυσικά την προγραμματισμένη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Οι διαμάχες μεταξύ κεντροδεξιών και κεντροαριστερών ηγετών δεν έχουν σχέση με τη γενική κατεύθυνση και το κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο που έχει συμφωνηθεί, αλλά με το ρυθμό επίτευξης των στόχων που έχουν τεθεί και τη δυνατότητα ευελιξίας.
Για παράδειγμα, οι σχέσεις Γαλλίας και Γερμανίας δοκιμάζονται, όπως και οι εσωτερικές ισορροπίες της γαλλικής κυβέρνησης, επειδή η δεύτερη σημαντικότερη οικονομία της Ευρωζώνης καθυστερεί –εξαιτίας της ύφεσης– τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 4% στο 3% του ΑΕΠ, που έχει συμφωνηθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι ο σοσιαλιστής Πρόεδρος της Γαλλίας κ. Ολάντ προτίμησε να απαλλαγεί από την παρουσία σοσιαλιστών υπουργών που αμφισβητούσαν τους στόχους της οικονομικής πολιτικής για να διευκολυνθεί η συνεννόησή του με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Επομένως, ο κ. Τσίπρας επικαλείται τις διαφωνίες μεταξύ των κεντροδεξιών και των κεντροαριστερών ηγετών της Ε.Ε. σε μια προσπάθεια να κρύψει την ευρωπαϊκή του απομόνωση. Οι προτάσεις του κινούνται εκτός του κοινού ευρωπαϊκού πλαισίου και δεν υποστηρίζονται από καμία κυβερνητική δύναμη των χωρών της Ευρωζώνης.
 
Ανύπαρκτο το «κούρεμα»
Το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται, μεταξύ των άλλων, και στο «κούρεμα» του χρέους του ελληνικού Δημοσίου τουλάχιστον κατά 50%. Σαν πολιτικός θαυματοποιός, ο κ. Τσίπρας εξαφανίζει, σχεδόν στο σύνολό του, ένα χρέος που ξεπερνά τα 320 δισ. ευρώ, «κουρεύοντάς» το κατά 50%, ετεροχρονίζοντας την εξυπηρέτησή του στη βάση της λεγόμενης ρήτρας ανάπτυξης και ενός moratorium στις πληρωμές και προσθέτοντας στα παραπάνω τον συμψηφισμό των πολεμικών επανορθώσεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του αναγκαστικού κατοχικού δανείου.
Δεν υπάρχει κυβερνητικό κόμμα χώρας-μέλους της Ευρωζώνης που να προσυπογράφει τις μαγικές λύσεις του κ. Τσίπρα για την εξαφάνιση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου. Η υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης θα αποτελούσε πολιτική αυτοκτονία για τους ηγέτες της Ευρωζώνης, οι οποίοι θα έπρεπε να εξηγήσουν στους ψηφοφόρους τους ότι θα αναλάβουν τα βάρη που αναλογούν στους Έλληνες φορολογούμενους για την εξυπηρέτηση του υπέρογκου χρέους. Την ελληνική «συνταγή» διαγραφής του χρέους θα έπρεπε φυσικά να εφαρμόσουν και στην Ιταλία και στην Ισπανία, το Δημόσιο των οποίων βαρύνεται με οφειλές τρισεκατομμυρίων και όχι εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ.
Στην προσπάθειά του να καλύψει την εξωφρενική πολιτική μπλόφα με τη διαγραφή του χρέους του ελληνικού Δημοσίου, ο κ. Τσίπρας διαβεβαίωσε, από το βήμα της ΔΕΘ, ότι το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ θα αρχίσει να εφαρμόζεται από την επομένη του σχηματισμού κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της «επιθετικής διαπραγμάτευσης» για το χρέος του ελληνικού Δημοσίου.
Εάν όμως δεν «κουρευτεί» το χρέος του ελληνικού Δημοσίου με βάση τις προδιαγραφές του κ. Τσίπρα, θα παραμείνουν οι τοκοχρεολυτικές υποχρεώσεις που ασκούν πίεση στον κρατικό προϋπολογισμό και δυσχεραίνουν τη χρηματοδότηση των κοινωνικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων.
Με τη μέθοδο Τσίπρα όχι μόνο δεν θα «κουρευτεί» το χρέος του ελληνικού Δημοσίου αλλά θα εμποδιστεί και η νέα ρύθμισή του, στη βάση της αποπληρωμής σε 50 αντί για 30 χρόνια που ισχύει σήμερα και της μερικής μείωσης των επιτοκίων. Από τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αποφύγει τις υποχρεώσεις που συνδέονται με το χρέος, θα θεωρήσουν ότι η ελληνική πλευρά χαρακτηρίζεται από έλλειψη αξιοπιστίας και θα σκληρύνουν τη διαπραγματευτική τους τακτική.
 
Συνεχίζεται η εποπτεία
Ο κ. Τσίπρας προσπάθησε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε θέση να απαλλάξει την Ελλάδα από τις δεσμεύσεις του μνημονίου αλλά και από οποιαδήποτε μεταμνημονιακή εποπτεία.
Ο μόνος τρόπος να απαλλαγούν οι χώρες που έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα από τις δεσμεύσεις των μνημονίων είναι η εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους και η επιστροφή στις διεθνείς αγορές για την κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησής τους. Το έκανε με μεγάλη επιτυχία η Ιρλανδία, η οποία πλέον εκδίδει διετή ομόλογα με περίπου μηδενικό επιτόκιο, το κατάφερε η Πορτογαλία και το επιδιώκει η Ελλάδα. Με την πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση Σαμαρά θα αφήσουμε σε τρεις, έξι ή δώδεκα μήνες οριστικά πίσω το μνημόνιο, για να ακολουθήσουμε το δρόμο της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Αντίθετα, στην περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης Τσίπρα θα δημιουργηθεί, με βάση το οικονομικό πρόγραμμα που ανακοινώθηκε στη ΔΕΘ, νέα κρίση αξιοπιστίας, η οποία θα ανεβάσει το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, θα μας απομονώσει για μία ακόμη φορά από τις διεθνείς αγορές και θα αυξήσει τη χρηματοδοτική μας εξάρτηση από τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές.
Ακόμη και μετά το τέλος του μνημονίου –το οποίο μπορεί να έρθει με κυβέρνηση Σαμαρά, όχι όμως με κυβέρνηση Τσίπρα– η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να εποπτεύεται βάσει των γενικών κανόνων που ισχύουν στην Ε.Ε., αλλά και των ειδικών, αυστηρότερων κανόνων για τις χώρες που έχουν λάβει σημαντική οικονομική στήριξη από το EFSF. Θα πρέπει να μειώσουμε τις δανειακές μας υποχρεώσεις κατά 70% για να απαλλαγούμε από την αυστηρότερη ειδική εποπτεία και να περάσουμε στους κανόνες που ισχύουν και για τις άλλες χώρες της Ε.E.
 
Πρόχειροι υπολογισμοί
Το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται σε προκλητικά πρόχειρους οικονομικούς υπολογισμούς και στην παραδοσιακή, για την ελληνική πολιτική τάξη, προεξόφληση μελλοντικών εσόδων, που δεν γίνεται πλέον δεκτή σε επίπεδο Ε.E. Ο μόνος τρόπος να χρηματοδοτήσει η Ελλάδα τη μείωση της φορολογίας, για να διευκολυνθεί το πέρασμα της οικονομίας από την ανάκαμψη στη δυναμική οικονομική ανάπτυξη και να γίνουν ορισμένες αναγκαίες κοινωνικές παρεμβάσεις υπέρ συμπολιτών μας που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, είναι η ισοδύναμη μείωση άλλων δημοσίων δαπανών. Κοινωνική πολιτική και επεκτατική οικονομική πολιτική με δανεικά δεν επιτρέπονται στο αυστηρό διαχειριστικό πλαίσιο που έχει συμφωνηθεί, ιδιαίτερα για χώρες της Ε.Ε. με υπερχρεωμένο Δημόσιο.
Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα ιδιοτελούς προχειρότητας του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ:
Υποτίθεται ότι το κόστος της ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων δανείων και των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων θα περιοριστεί σε 2 δισ. ευρώ, ενώ το πρόγραμμα ρυθμίσεων θα αποδώσει έσοδα 3 δισ. ευρώ μέσω της καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών σε καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Θα πρέπει να γνωρίζει το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ ότι το πρόγραμμα είσπραξης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία αποδίδει ήδη, σε ετήσια βάση, ένα ποσό που ξεπερνάει τα 2 δισ. ευρώ. Επομένως, θα πρέπει να αυξηθεί η είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών στο επίπεδο των 5 δισ. ευρώ το χρόνο για να χρηματοδοτηθεί το οικονομικό πρόγραμμα με τον τρόπο που περιγράφουν ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του.
Άλλα 3 δισ. ευρώ έσοδα για το Δημόσιο επινόησε ο κ. Τσίπρας μέσω της πάταξης της φοροδιαφυγής και της λαθρεμπορίας πετρελαίου. Μόνο που η πρότασή του για επιστροφή στη μεγάλη διαφορά μεταξύ της φορολογίας του πετρελαίου θέρμανσης και της φορολογίας του πετρελαίου κίνησης αποκαθιστά το βασικό κίνητρο στο οποίο στηρίζεται εδώ και δεκαετίες το μεγάλης κλίμακας λαθρεμπόριο καυσίμων. Όσο για τα ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου εισροής-εκροής καυσίμων στα οποία αναφέρθηκε ο κ. Τσίπρας και τα οποία πράγματι πρέπει να τοποθετηθούν στα πρατήρια καυσίμων, δεν λύνουν το πρόβλημα του μεγάλης κλίμακας λαθρεμπορίου, στο οποίο απέφυγε να αναφερθεί –γιατί άραγε;– ο κ. Τσίπρας στην ομιλία του στη ΔΕΘ.
Πολιτικά ιδιοτελής είναι και η υπόσχεση για καταβολή 13ης σύνταξης, σε ετήσια βάση, στους συνταξιούχους με σύνταξη μικρότερη των 700 ευρώ το μήνα. Το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό σύστημα παραμένει σε φάση αποσταθεροποίησης και κινδυνεύει να απορροφήσει 2-3 δισ. από τον κρατικό προϋπολογισμό πάνω από το όριο που έχει συμφωνηθεί με την τρόικα. Η κρίση χρηματοδότησης του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού συστήματος βρίσκεται σε εξέλιξη, αυτό όμως δεν εμποδίζει τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ να μοιράζει 13ες συντάξεις. Η τακτική του θυμίζει τον Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος μοίρασε το 2009 επιδόματα ύψους 1 δισ. ευρώ σε συμπολίτες μας με μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, για να τους επιβάλει, τον Μάιο του 2010, την πειθαρχία του μνημονίου. Ανάλογης ανευθυνότητας είναι και η δέσμευση Τσίπρα για δωρεάν φαρμακευτική περίθαλψη και την κατάργηση οποιασδήποτε επιβάρυνσης των ασφαλισμένων. Το «δωρεάν φάρμακο» συνέβαλε στον πολλαπλασιασμό της ετήσιας φαρμακευτικής δαπάνης την περίοδο 2000-2009, με αποτέλεσμα να ξεπεράσει τα 5 δισ. ευρώ, να συμβάλει στην υπερχρέωση του ελληνικού Δημοσίου και να προκαλέσει φοβερές επιβαρύνσεις στους πολίτες, των οποίων υποτίθεται ότι θα κάλυπτε τις ανάγκες.
Μία άλλη χαμηλού επιπέδου επινόηση του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ είναι η υποτιθέμενη διεύρυνση της καταβολής του επιδόματος ανεργίας σε περισσότερους ανέργους, με την πρόσθετη δαπάνη να καλύπτεται από τις οικονομίες που θα πραγματοποιηθούν –σε ό,τι αφορά την καταβολή του επιδόματος ανεργίας– από το νέο πρόγραμμα, κόστους 5 δισ. ευρώ, με το οποίο υποτίθεται ότι θα δημιουργηθούν 300.000 νέες θέσεις απασχόλησης. Θα πρέπει να γνωρίζουν στο οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ ότι σήμερα μόνο ένας στους δέκα ανέργους παίρνει το επίδομα ανεργίας. Κατά συνέπεια, ακόμη και σε περίπτωση που μειωθούν οι άνεργοι κατά 300.000, οι σχετικές οικονομίες θα είναι εξαιρετικά περιορισμένες και η δυνατότητα διεύρυνσης της καταβολής του επιδόματος ανεργίας περίπου ανύπαρκτη.
Η βασική αρχή που διατρέχει το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι μειώνουμε τη φορολογία και αυξάνουμε τις παροχές τώρα, για να δούμε στη συνέχεια πώς θα χρηματοδοτηθούν ανάλογα με τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Η προεξόφληση μελλοντικών εσόδων που μπορεί τελικά να μην υπάρξουν είναι μία από τις βασικές διαχειριστικές μεθόδους που οδήγησαν το ελληνικό Δημόσιο στην υπερχρέωση και τους Έλληνες που δεν επωφελήθηκαν από καταστάσεις στη μεγάλη περιπέτεια των μνημονίων.
 
Μπορούν καλύτερα
Αρκετές από τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκαίες από οικονομική και κοινωνική άποψη. Για παράδειγμα, πρέπει να βοηθηθούν οι συμπολίτες μας που αδυνατούν να καλύψουν το λογαριασμό της ΔΕΗ και πρέπει να υπάρξει μια ρύθμιση χρεών και ληξιπρόθεσμων οφειλών για να διευκολυνθεί το πέρασμα της ελληνικής οικονομίας από την ανάκαμψη στην ανάπτυξη. Όμως και οι σωστές προτάσεις χάνονται σε μια θάλασσα λαϊκισμού και ακυρώνονται από μια επίδειξη πολιτικής υποκρισίας. Δεν υπάρχει καμία αναφορά σε σοβαρά ισοδύναμα μέτρα για να χρηματοδοτηθούν οι αναγκαίες διορθωτικές κινήσεις στον οικονομικό και στον κοινωνικό τομέα. Προσφέρονται στους ψηφοφόρους σαρωτικές μειώσεις φόρων και αποσιωπάται το γεγονός πως το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει την αύξηση των φορολογικών εσόδων του Δημοσίου, εκφρασμένων ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, κατά 3%-3,5% (6-7 δισ. ευρώ το χρόνο), για να φτάσουν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τέλος, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προπαγανδίζει μία «επιθετική πολιτική» έναντι των Ευρωπαίων πιστωτών και εταίρων μας χωρίς να εξηγεί ποιο μπορεί να είναι το κόστος μιας επιθετικής απάντησης της άλλης πλευράς για τον ελληνικό τουρισμό, τη ροή των κοινοτικών κονδυλίων, τη ρύθμιση των διαχειριστικών εκκρεμοτήτων του αγροτικού τομέα, το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και το ύψος της χρηματοδοτικής στήριξης που μπορεί να δοθεί στην Ελλάδα. Οι εύκολες και φυσικά ανύπαρκτες οικονομικές λύσεις του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζονται σαν συμβολή στην άνοδο του πραγματικού εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων, ενώ στην περίπτωση που εφαρμοστούν μπορεί να προκαλέσουν μια νέα πτώση, της τάξης του 25%-30%.
 
[Free Sunday, 20/9/2014]

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Γιατί οι κυβερνήσεις κάνουν αυτά που δεν θέλουν;

Δημοσίευμα της εφημερίδας «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 14 Σεπτεμβρίου 2014
Του Νίκου Κωνσταντάρα

Γιατί οι κυβερνήσεις κάνουν αυτά που δεν θέλουν;
Παρακολουθώντας τη δυσκολία με την οποία ψηφίστηκε προχθές ο νόμος για τον ενιαίο φόρο ιδιοκτησίας ακινήτων, και την αγωνία για το τι θα ακολουθήσει τους επόμενους μήνες, είναι να απορεί κανείς γιατί κυβερνήσεις κάνουν αυτά που δεν θέλουν. Στη Δημοκρατία, οι ψηφοφόροι κρίνουν τις κινήσεις των κυβερνήσεων και αποφασίζουν την τύχη τους, οπότε η εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων είναι πολιτική αυτοκτονία. Οπότε, πώς μπορεί μια κυβέρνηση να λειτουργεί κάτω από το βάρος της δυσφορίας των ψηφοφόρων αλλά και πολλών βουλευτών της; Γιατί συμβαίνει αυτό; Έχει άλλες επιλογές;

Κάθε κυβέρνηση σε δημοκρατική χώρα θα ήθελε να δίνει στον λαό αυτά που θέλει, όλη την ώρα. Αυτό, όμως, είναι ανέφικτο εάν η χώρα δεν κάθεται πάνω σε μια θάλασσα πετρελαίου. Αλλά και τότε είναι δύσκολο, εάν κρίνουμε από το πώς η Σαουδική Αραβία αγωνιά για να εξασφαλίσει την ευημερία για τους πολίτες της και πώς η Νορβηγία επενδύει προσεκτικά τα κέρδη από το πετρέλαιό της αντί να τα μοιράζει σε παροχές. Στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας ζούσαν το όνειρο όπου μπορούσαν να δίνουν σε κάθε ομάδα αυτά που ήθελε - οι κυβερνήσεις δεν έπεφταν επειδή δυσαρεστούσαν τους ψηφοφόρους, αλλά κυρίως επειδή οι αντίπαλοι τους υπόσχονταν περισσότερα απ’ αυτές. Ο εύκολος κρατικός δανεισμός επέτρεπε στις κυβερνήσεις να ικανοποιούν τον μέγιστο αριθμό πολιτών, αντί να τις αναγκάζει να εφαρμόσουν πολιτικές που θα αύξαναν την παραγωγικότητα και θα πετύχαιναν μια υγιή ισορροπία μεταξύ ομάδων του πληθυσμού.

Το αποτέλεσμα έχει δύο ολέθριες πτυχές: οι πολίτες αντιμετώπισαν απότομη πτώση των εισοδημάτων τους, ενώ τα πολιτικά κόμματα δεν ήξεραν πώς να καταστρώσουν πολιτική που θα συμμάζευε τα δημόσια οικονομικά χωρίς να αδικούνται κάποιοι ενώ άλλοι συνέχιζαν να φοροδιαφεύγουν. Γι’ αυτό, κάθε μέτρο που έπρεπε να εφαρμόσει η εκάστοτε κυβέρνηση από τις αρχές του 2010 είχε, εκ των πραγμάτων, σοβαρό πολιτικό κόστος. Οι κυβερνήσεις αναστέναζαν με όσα έπρεπε να κάνουν, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ενέτειναν τις καταγγελίες, και γενικώς καλλιεργείτο ένα κλίμα ότι «οι ξένοι» μας ανάγκαζαν (κυβέρνηση και πολίτες) να κάνουμε πράγματα που δεν θέλαμε. Η απειρία των κομμάτων στη διοίκηση και στη διαπραγμάτευση είχε ως αποτέλεσμα την αποδοχή πολιτικών και μέτρων που δεν ήταν προϊόν ζύμωσης των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων αλλά προτάθηκαν από την τρόικα. Έτσι υιοθετήθηκαν προγράμματα που είχαν μεγάλο οικονομικό, κοινωνικό και, τελικώς, πολιτικό κόστος - όπως ο συνδυασμός αυξήσεως της φορολόγησης και περικοπής δαπανών, την ώρα που η οικονομία ασφυκτιούσε από την έλλειψη ρευστότητας.

Το πελατειακό σύστημα στο οποίο ανδρώθηκαν οι πολιτικοί και τα κόμματα εμπόδιζε την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα απλοποιούσαν τη δημόσια διοίκηση - επειδή οι διαφανείς και απλές διαδικασίες μπορεί να ωφελούν τον πολίτη αλλά λειτουργούν εις βάρος των κομματικών πελατών στη διοίκηση. Έτσι εντάθηκε η αίσθηση ότι τα μόνα μέτρα που εφαρμόζονταν ήταν η περικοπή δαπανών και η αύξηση της φορολογίας (συχνά σε παράλογο και άδικο βαθμό που κατέστρεφε ανθρώπους) επειδή οι κυβερνήσεις δεν είχαν τη γνώση και τη διάθεση να βρουν δικαιότερες μεθόδους εξυγίανσης της οικονομίας. Γι’ αυτό κάθε μέτρο αντιμετωπίζεται με καχυποψία όχι μόνο από την αντιπολίτευση και τους ψηφοφόρους, αλλά και από αρκετούς βουλευτές της συμπολίτευσης. Οι τελευταίοι, γνωρίζοντας ότι ο ευκολότερος τρόπος να μην καταποντιστούν στις επόμενες εκλογές είναι να διαμαρτύρονται για όσα αναγκάζονται να κάνουν, δείχνουν δυσφορία όλο και πιο συχνά - σε βάρος της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση συνεργασίας, με ισχνή πλειοψηφία στη Βουλή, αναγκάζεται να ανέχεται αυτή την τριβή, η οποία, όμως, υποσκάπτει την αίσθηση ότι πιστεύει απολύτως σε όσα κάνει. Έτσι διαιωνίζεται η αίσθηση ότι η κυβέρνηση κάνει πράγματα που δεν θέλει, όταν δεν μπορεί να τα αποφύγει. Αυτό το ζούμε από την αρχή της κρίσης.

Πράγματι, συχνά η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να εφαρμόσει σειρά δεσμεύσεων σε αντάλλαγμα δόσεων των δανείων, ενώ οι πιστωτές δρουν με βάση αυτά που θέλουν οι δικοί τους ψηφοφόροι, αδιαφορώντας για τις πολιτικές συνέπειες στην Ελλάδα. Αυτό το γνωρίζουν οι Έλληνες πολιτικοί και πολίτες. Η σημερινή κυβέρνηση έχει σηκώσει μεγάλο βάρος, πληρώνοντας για λάθη και αμαρτίες του παρελθόντος. Η λιγοψυχία των βουλευτών πηγάζει από αυτό το παρελθόν: δείχνουν υπερβολικό φόβο και παθητικότητα για τις συνέπειες των πράξεών τους, αντί να πείθουν ότι επιλέγουν τις πολιτικές τους και πιστεύουν σε αυτές επειδή συμφέρουν τους πολίτες.

Διπλό αδιέξοδο για Ισραήλ και Χαμάς

Χερσαίες επιχειρήσεις με στόχο να καταφερθεί βαρύ πλήγμα στην επιχειρησιακή ικανότητα της Χαμάς εξαπέλυσε το Ισραήλ το βράδυ της Πέμπτης 17 Ιουλίου, ενώ λίγες ώρες πριν αξιωματούχος στην Ιερουσαλήμ είχε κάνει λόγο για συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, που είχε διαμορφωθεί μετά από συνομιλίες ισραηλινής αντιπροσωπείας στο Κάιρο.
Του Γιώργου Καπόπουλου


 
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα τι –πέραν του κόστους για τον άμαχο πληθυσμό της Γάζας– θα έχει αλλάξει όταν θα τερματιστεί η επιχείρηση και αποχωρήσουν τα ισραηλινά στρατεύματα.
Πλήρης και αποτελεσματικός αποκλεισμός της Γάζας είναι αδύνατος χωρίς την πλήρη εμπλοκή της Αιγύπτου στο πλευρό του Ισραήλ, ώστε να κλείσει και η μόνη πλευρά της μεθορίου που δεν ελέγχεται από τον ισραηλινό στρατό.
Το καθεστώς Σίσι στο Κάιρο, που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, θεωρεί τη Χαμάς, που προέκυψε από τα σπλάχνα της, εξίσου αν όχι περισσότερο από την κυβέρνηση Νετανιάχου τρομοκρατική οργάνωση, αλλά και απειλή για την ίδια την Αίγυπτο. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι μπορεί να αναλάβει το κόστος μιας δημόσιας και δηλωμένης συνεργασίας με το Ισραήλ για το πλήρες σφράγισμα της Γάζας και επιπλέον είναι αμφίβολο αν ο αιγυπτιακός στρατός μπορεί να ελέγξει πλήρως τη μεθόριο, καθώς ούτε οι πιο άρτια επιχειρησιακά και οπλικά ισραηλινές δυνάμεις δεν το κατάφεραν τα τελευταία χρόνια στην περιοχή ευθύνης τους.
 
Η αρχή του κακού
Η σύγκρουση στη Γάζα άρχισε στις 12 Ιουνίου με την απαγωγή τριών ανήλικων Ισραηλινών, με την κυβέρνηση Νετανιάχου να σπεύδει να ρίξει την ευθύνη στη Χαμάς και με τις βολές πυραύλων κατά του Ισραήλ και τις επιθέσεις κατά Παλαιστινίων στην Ιερουσαλήμ να κλιμακώνονται και από τις δύο πλευρές μετά τις 8 Ιουλίου.
Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα ανάφλεξη του μετώπου της Γάζας, που αποτυπώνει ανάγλυφα το αδιέξοδο, το κενό στρατηγικής και των δύο αντίπαλων πλευρών, τόσο της κυβέρνησης Νετανιάχου στο Ισραήλ όσο και της κυβέρνησης της Χαμάς στη Γάζα.
Στην Ιερουσαλήμ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: όμηρος των εντός και εκτός κυβερνητικού συνασπισμού ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών, ο Νετανιάχου δεν θέλει αλλά και δεν μπορεί όχι να προωθήσει συνολική λύση με την παλαιστινιακή πλευρά αλλά ούτε καν να παγιώσει το σημερινό status quo. Συνεχώς ανακοινώνει νέα προγράμματα κατασκευής συγκροτημάτων για εποίκους γύρω από την Ιερουσαλήμ, ενώ ταυτόχρονα άδραξε την ευκαιρία της κατ’ αρχήν συμφωνίας Φατάχ-Χαμάς για να καταγγείλει τον Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής Αμπάς ότι συνεργάζεται με τρομοκράτες.
 
Οι γύρω τους
Από τις αρχές του 2011, οπότε ξέσπασε στην Τυνησία και στην Αίγυπτο η «αραβική άνοιξη», και κυρίως με την έκρηξη του εμφυλίου στη Συρία αλλά και με την προσέγγιση του Ιράν με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ είδε να εξαφανίζονται δύο σημαντικές στρατηγικές απειλές για την ασφάλειά του: πρώτον, το ενδεχόμενο να καταστεί η Τεχεράνη πυρηνική δύναμη και, δεύτερον, την καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της Δαμασκού. Έτσι, το Ισραήλ παραμένει η μόνη χώρα στην περιοχή όχι απλώς με πυρηνικά όπλα αλλά με πλήρη πυρηνική τριάδα: χερσαίους πυραύλους, μαχητικά αεροσκάφη με ρουκέτες πυρηνικών κεφαλών και πυρηνικά υποβρύχια. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του από το 1948 μέχρι και σήμερα το εβραϊκό κράτος δεν κατέγραφε παρόμοια υπεροχή και κατοχύρωση της ασφάλειάς του: Οι συμβατικές δυνάμεις της Συρίας και του Ιράκ δεν υφίστανται πια, η Τεχεράνη και η Δαμασκός δεν διαθέτουν πια όπλα μαζικής καταστροφής, ενώ στην Αίγυπτο ο στρατός είναι σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Οι συνθήκες αυτές ήταν κάτι παραπάνω από ιδανικές για να επιδιώξει το Ισραήλ από θέση ισχύος συνολική εκκαθάριση-ειρήνευση με τους Παλαιστινίους. Δυστυχώς, όμως, στην ηγεσία του δεν είναι ούτε ο Ράμπιν, που πλήρωσε την τόλμη του με τη ζωή του, ούτε καν ο Σαρόν, που ως άλλος Απόστολος Παύλος βρήκε το φως του, άλλαξε γραμμή και διέταξε την πλήρη αποχώρηση από τη Γάζα τον Σεπτέμβριο του 2005.
 
Δυναμιτίζοντας τη λύση
Αντί, λοιπόν, να αξιοποιήσει την κατάρρευση των αντιπάλων του στον αραβικό κόσμο αλλά και τη διάσπαση των Παλαιστινίων, με τη Φατάχ να κρατά την Δυτική Όχθη και τη Χαμάς τη Γάζα, η κυβέρνηση Νετανιάχου κάνει ό,τι μπορεί για να δυσχεράνει μια συνολική λύση. Επενδύει στο παρατεταμένο χάος και στις συγκρούσεις στον αραβικό κόσμο για να αναδειχθεί η χώρα σε μοναδικό έρεισμα των ΗΠΑ στην περιοχή. Δυστυχώς, όμως, για τον Νετανιάχου και τους ιδεοληπτικούς συμμάχους του, ο χρόνος δουλεύει σε βάρος του Ισραήλ: Οι ΗΠΑ απεμπλέκονται, βρίσκουν, απ’ ό,τι φαίνεται, ένα πλαίσιο συμβιβασμού με την Τεχεράνη και αφήνουν τη σύγκρουση των σιιτών με τους σουνίτες να αλλάζει σύνορα, να κατεδαφίζει καθεστώτα, με δυο λόγια να εξαφανίζει ή να αποδυναμώνει κάθε συνομιλητή που θα μπορούσε να διαπραγματευτεί ένα πλαίσιο συνύπαρξης-συγκατοίκησης με το εβραϊκό κράτος.
Από την άλλη πλευρά, οι δύο αντίπαλες και πρόσφατα υπογράψασες εκεχειρία συνιστώσες της παλαιστινιακής εξουσίας βρίσκονται κι αυτές σε πλήρες εσωτερικό και περιφερειακό αδιέξοδο:

• Στη Ραμάλα ο Αμπάς και η Φατάχ συντηρούν μια σάπια και φθαρμένη στη συνείδηση της πλειοψηφίας των πολιτών διοίκηση, η οποία δεν έχει πλέον άλλα ερείσματα στον αραβικό κόσμο, παρά την εσωστρεφή δικτατορία του στρατηγού Σίσι στην Αίγυπτο.

• Εξίσου φθαρμένη και αντιπαθής στην πλειοψηφία των πολιτών είναι και η αυταρχική-δικτατορική εξουσία της Χαμάς στη Γάζα, που κυβερνά από το 2007 σε καθεστώς συνεχούς πολιορκίας από το Ισραήλ από ξηρά και θάλασσα, με την απομόνωσή της να ξαναγίνεται πλήρης με την ανατροπή του Μόρσι από τον στρατηγό Σίσι στο Κάιρο εδώ και ένα χρόνο.

Χωρίς τον Μόρσι η Χαμάς είναι σε πλήρη απομόνωση. Οι δραματικές εξελίξεις στη Συρία εμποδίζουν δύο ένθερμους στο πρόσφατο παρελθόν υποστηρικτές της, την Τουρκία και το Κατάρ, να συνεχίσουν να τη στηρίζουν, ενώ η ταχεία προέλαση της ISIS στο Ιράκ διαμηνύει ότι δεν υπάρχει περιθώριο για μετριοπαθές πολιτικό ισλάμ στον σουνιτικό αραβικό κόσμο. Έτσι, ως μόνη δυνατή φυγή προς τα εμπρός δεν μένει παρά η κλιμάκωση των πυραυλικών επιθέσεων κατά του Ισραήλ, με την προσδοκία ή, καλύτερα, με την ευχή να υπάρξει διεθνής πολιτική-διπλωματική παρέμβαση που, αν δεν τερματίσει, τουλάχιστον θα χαλαρώσει την πολιορκία της Γάζας.

Έτσι, οι δύο αδιαλλαξίες, του Νετανιάχου και της Χαμάς, αλληλοτροφοδοτούνται, με τη μεσολάβηση της Αιγύπτου να έχει καταγραφεί περισσότερο ως στήριξη στον Νετανιάχου παρά ως πραγματική προσπάθεια κατάπαυσης του πυρός, καθώς είναι βέβαιο ότι ο Σίσι θα ήθελε εξίσου αν όχι περισσότερο από τον Νετανιάχου να εξαφανιστεί η κυβέρνηση της Χαμάς στη Γάζα, με δεδομένο ότι η ισλαμική παλαιστινιακή οργάνωση προήλθε από τα σπλάχνα των Αδελφών Μουσουλμάνων.

Ένα αιματηρό παιχνίδι αντοχής, με τις πυραυλικές επιθέσεις να νομιμοποιούν και να διευκολύνουν τον Νετανιάχου και με την πολιτική του Τελ-Αβίβ να παρατείνει τη ζωή των διεφθαρμένων και εξαντλημένων κυβερνητικών εξουσιών της Χαμάς στη Γάζα και της Φατάχ στη Δυτική Όχθη.
Τι μένει παρά η πλειοδοσία για το χειρότερο: Κλιμάκωση των πυραυλικών επιθέσεων και χερσαία εισβολή του Ισραήλ για να ξαναφορτωθεί το ίδιο αδιέξοδο κατοχής της Γάζας από το οποίο δραπέτευσε ο Σαρόν τον Σεπτέμβριο του 2005.
 
 [Free Sunday, 20/7/2014]

Ο λαϊκισμός είναι το μέγιστο πρόβλημα της χώρας

Κλίκ για μεγέθυνση