Το χουντικό πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή του 1974
Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» Κυριακή 20 Ιουλίου 2014
Συμπληρώνονται
εφέτος 40 χρόνια από τα τραγικά γεγονότα του 1974 στην Κύπρο. Ο κύκλος της
εθνικής τραγωδίας που προκάλεσε το χουντικό πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή
είναι ακόμη ανοιχτός. Το Κυπριακό παραμένει άλυτο και το στάτους κβο εδραίωσε
μια νέα πραγματικότητα. Στη συλλογική συνείδηση της πλειονότητας των Ελλήνων η
κυπριακή τραγωδία ήταν απόρροια μιας δυτικής συνωμοσίας εις βάρος του
ελληνισμού. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η Κύπρος προοριζόταν να γίνει αβύθιστο
αεροπλανοφόρο για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες επιτήρησης της Μέσης Ανατολής από
το ΝΑΤΟ.
Σαράντα χρόνια από το 1974 η θεωρία αυτή δεν τεκμηριώθηκε από τις αρχειακές πηγές και διαψεύστηκε από την ίδια τη ζωή. Η Κύπρος δεν μετατράπηκε σε αβύθιστο αεροπλανοφόρο, αλλά αποτελεί μια διαρκή ανοιχτή πληγή του ΝΑΤΟ. Λόγω της άρνησης της Τουρκίας να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, οι σχέσεις μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ είναι τυπικά ανύπαρκτες.
Ελληνοτουρκικές
σχέσεις και Μεταπολίτευση
Η Μεταπολίτευση
ταυτίζεται με την κρίση της Κύπρου του 1974, το πραξικόπημα της δικτατορίας
Ιωαννίδη κατά του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και
την τουρκική εισβολή που ακολούθησε. Δεν πρόκειται όμως για μεμονωμένα γεγονότα
αλλά για μια διαδικασία σύγκρουσης της Ελλάδας με την Τουρκία η οποία επωάστηκε
κατά την τελευταία φάση της δικτατορίας αλλά είναι συνυφασμένη με τη Δημοκρατία
της Μεταπολίτευσης.
Η δικτατορία Ιωαννίδη δε σήμανε μόνο την κρίση της Κύπρου αλλά τη διεύρυνση του πεδίου των ελληνοτουρκικών διαφορών. Στη ρίζα της βρίσκεται η κρίση του πετρελαίου του 1973 και η διαμόρφωση του νέου Δικαίου της Θάλασσας που ρύθμιζε την εκμετάλλευση του θαλάσσιου και υποθαλάσσιου πλούτου. Η κρίση ώθησε την Τουρκία στην επιδίωξη εκμετάλλευσης των εικαζομένων κοιτασμάτων πετρελαίου του Αιγαίου. Η Αγκυρα απέβλεπε στη διανομή εξ ημισείας της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, δηλαδή της υποθαλάσσιας περιοχής πέραν των χωρικών υδάτων. Αρνείτο ότι τα νησιά είχαν δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα καθώς αυτό θα σήμαινε περιορισμό της εκμεταλλεύσιμης περιοχής, ενώ δεν αποδεχόταν και τη δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων σε δώδεκα μίλια, κάτι που από την οπτική της Αγκυρας θα σήμαινε πρακτικά τον αποκλεισμό της από το Αιγαίο. Ισχυριζόταν ότι επρόκειτο για περίκλειστη θάλασσα στην οποία επικρατούσαν ειδικές συνθήκες. Συνεπώς ήταν επιβεβλημένη μια ειδική ρύθμιση με βάση την αρχή της «ευθυδικίας» και όχι το διαμορφούμενο δίκαιο.
Η Ελλάδα, αντίθετα, ισχυριζόταν ότι με βάση ακριβώς αυτό το διαμορφούμενο δίκαιο είχε τη διακριτική ευχέρεια να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 μίλια και να εκμεταλλευθεί πέραν αυτής και την υφαλοκρηπίδα. Η διαμάχη θα οξυνόταν όταν θα ανακαλύπτονταν τα κοιτάσματα της Θάσου τον Φεβρουάριο του 1974. Η ανακάλυψη αυτή είχε αρνητικές συνέπειες για την εξέλιξη της διαφοράς καθώς η Αγκυρα θεώρησε ότι τα ζητήματα αυτά ήταν επείγοντα, ενώ αντίστοιχα η δικτατορία Ιωαννίδη απέκτησε αυτοπεποίθηση δυσανάλογη με την πραγματική αξία των κοιτασμάτων και κινήθηκε εφεξής έναντι της Τουρκίας βασιζόμενη σε μια ψευδαίσθηση υπεροχής.
Η ίδια ψευδαίσθηση υπεροχής χαρακτήριζε την πολιτική του Ιωαννίδη και στο Κυπριακό. Ο Ιωαννίδης ανήκε σε μια εξτρεμιστική ομάδα αξιωματικών η οποία πίστευε ακράδαντα ότι η Ελλάδα μπορούσε να επιβάλει στην Κύπρο την ένωση με τετελεσμένο γεγονός. Η απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί τον Νοέμβριο του 1967 εθεωρείτο από την ομάδα αυτή αποτυχία της δικτατορίας Παπαδοπούλου οφειλόμενη σε έλλειψη σθένους και προσήλωσης στον στρατηγικό στόχο. Η βασική παραδοχή της αντίληψης αυτής ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες οπωσδήποτε θα επενέβαιναν για να αποτρέψουν έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο που θα διέλυε τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Συνεπώς ο πιο επίμονος και τολμηρός παίκτης θα μπορούσε να επιβάλει τη θέλησή του.
Αντίστοιχα όμως στην Άγκυρα από τις αρχές του 1974 βρισκόταν στην εξουσία μια κυβέρνηση την οποία οι Αμερικανοί χαρακτήριζαν την «πιο εθνικιστική» μετά από μία δεκαετία. Ήταν ένας ανομοιογενής συνασπισμός του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Ecevit, των ισλαμιστών του Erbacan και εθνικιστών του Turkes. Θεωρούσε, όπως και το στρατιωτικό κατεστημένο, ότι έπρεπε να προβάλει με έμφαση τις αξιώσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και να επαναφέρει στο Κυπριακό το αίτημα της ομοσπονδίας το οποίο κατά τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο οδηγούσε στη διχοτόμηση. Ο Ιωαννίδης θα κλιμάκωνε την τρομοκρατική δραστηριότητα της ΕΟΚΑ Β' εναντίον του Μακαρίου από το Μάρτιο του 1974. Ο τελευταίος, όταν διαπίστωνε ότι του ήταν αδύνατον να καταστείλει τη δράση της ΕΟΚΑ Β', επεδίωξε να απαλλαγεί από την πίεση της Αθήνας ζητώντας στις 3 Ιουλίου την ανάκληση των 650 ελλήνων αξιωματικών που διοικούσαν την κυπριακή Εθνική Φρουρά. Στην απαίτηση αυτή του Μακαρίου απάντησε ο Ιωαννίδης με πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου. Ο «αόρατος δικτάτορας» ήταν βέβαιος ότι ο αμερικανικός παράγων θα παρενέβαινε για να αποτρέψει την τουρκική εισβολή. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Δεν είναι γνωστό πώς ο Ιωαννίδης σχημάτισε αυτή την πεποίθηση. Γνωρίζουμε ότι βρισκόταν σε επαφή με στελέχη της CIA στην Αθήνα. Το περιεχόμενο των επαφών παραμένει άγνωστο τόσο από την αμερικανική όσο και από την πλευρά Ιωαννίδη, ο οποίος πάντως διαβεβαίωσε την επίσημη ηγεσία του στρατιωτικού καθεστώτος ότι είχε εξασφαλίσει το πράσινο φως της Ουάσιγκτον. Στην πραγματικότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες κινήθηκαν χλιαρά, ο υπουργός Εξωτερικών Henry Kissinger εμφανίστηκε στη σκηνή του Κυπριακού μόνο μετά το πραξικόπημα και δεν διαμόρφωσαν μια συνεπή πολιτική αποτροπής του εικαζόμενου πραξικοπήματος.
Εν πάση περιπτώσει, η αποτυχία της Αθήνας να σταματήσει την τουρκική εισβολή έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία της Μεταπολίτευσης. Η επίσημη στρατιωτική ηγεσία και εν συνεχεία η κυβέρνηση εθνικής ενότητας διαπίστωνε ότι διέθετε περιορισμένες εναέριες δυνατότητες για να παρέμβει στην Κύπρο, ενώ ήταν ανήσυχη από το ενδεχόμενο γενίκευσης του πολέμου στο Αιγαίο, όπου η Αθήνα ήταν στρατηγικά ευπαθής, ενώ η Άγκυρα διέθετε αξιόλογο αποβατικό στόλο.
Ήταν συνεπώς σε συνθήκες κρίσης, αίσθησης ταπείνωσης
και αντιαμερικανισμού, καθώς η Ουάσιγκτον δεν είχε αποτρέψει το πραξικόπημα και
την εισβολή, που θα πραγματοποιείτο η Μεταπολίτευση. Ακόμη σημαντικότερο ήταν
ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές είχαν διαπεράσει την εξωτερική και εσωτερική
πολιτική της Δημοκρατίας της Μεταπολίτευσης. Ο «από Βορρά κίνδυνος»,
ταυτισμένος με το μετεμφυλιακό σύστημα εξουσίας και την εθνικοφροσύνη, θα
παραμεριζόταν από την «απειλή εξ Ανατολών». Αυτή θα λειτουργούσε μεσοπρόθεσμα
υπέρ του φορέα της αλλαγής, του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος υποσχόταν πολιτική
ανεξαρτησίας που θα κατοχύρωνε την εθνική ασφάλεια έναντι μιας Τουρκίας
ταυτισμένης με τα ατλαντικά συμφέροντα.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς
είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Έρευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της
Ακαδημίας Αθηνών.
Απώλεια της
εξουσίας ή εθνικό τραύμα;
Η Μεταπολίτευση του 1974 κατήργησε τη δεδομένη συνθήκη
που ίσχυε έως τότε και όριζε τον στρατό ως έναν βασικό μηχανισμό του ελληνικού
βαθέος κράτους. Η κατάργηση αυτή ήρθε ως δραματική εξέλιξη μετά την εθνική
καταστροφή που προκάλεσε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο ελληνικός στρατός
μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 κυβέρνησε δικτατορικά τη χώρα για
επτά χρόνια και παρέδωσε - απώλεσε την πολιτική εξουσία μετά από μια ήττα στο
πεδίο της μάχης, συνέπεια μιας επίθεσης και ενός πολέμου τον οποίο επί της
ουσίας προκάλεσε ο ίδιος με το πραξικόπημα των ελλαδιτών αξιωματικών εναντίον
του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Η Κύπρος αποτέλεσε για την ελληνική χούντα πεδίο εφαρμογής μιας στείρας και ριψοκίνδυνης εθνικιστικής πολιτικής, η οποία μέχρι την καταστροφική αποτυχία προσπάθησε να συνδεθεί με τα στοιχεία του αλυτρωτισμού που χαρακτήριζαν την ελληνική κοινωνία.
Την τουρκική εισβολή του Ιουλίου 1974 ακολούθησε μια μακρά σειρά ελληνικών αυτοκαταστροφικών στρατιωτικών ενεργειών οι οποίες απέδειξαν εμπράκτως την ανικανότητα της στρατιωτικής ελληνικής χούντας ακόμη και στα ζητήματα στα οποία ήταν θεωρητικώς καθ' ύλην αρμόδια, όπως η διεξαγωγή ενός αμυντικού πολέμου στο κυπριακό έδαφος. Αντί αυτού προκρίθηκε η δίωξη του «εσωτερικού» εχθρού, στην περίπτωση αυτή ήταν οι Τουρκοκύπριοι. Έτσι κατά την ώρα της τουρκικής απόβασης και της δημιουργίας τουρκικού προγεφυρώματος στην περιοχή της Κερύνειας, εκτελέστηκε στρατιωτική ενέργεια κατά των τουρκοκυπριακών θυλάκων και όχι αποφασιστική και σύντονη ενέργεια με στόχο την περίσφιξη και την ανατροπή του τουρκικού προγεφυρώματος. Με εξαίρεση περιπτώσεις προσωπικής αυταπάρνησης και αυτοθυσίας μικρών ηγητόρων, η εισβολή αντιμετωπίστηκε από την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων τόσο στην Αθήνα όσο και σε τοπικό επίπεδο στην Κύπρο με τρόπο ασύντακτο και σαν κάτι αναπάντεχο. Ο στρατός που κυβερνούσε την Ελλάδα παρέμενε αυστηρώς προσανατολισμένος στους άξονες που είχε εκπαιδευθεί ήδη από το τέλος του εμφυλίου πολέμου: στον άξονα της αντιμετώπισης του εσωτερικού εχθρού και στον άξονα του αντικομουνισμού.
Στην Αθήνα και στην ευρύτερη ελληνική επικράτεια την ακύρωση της Χούντας και του δικτάτορα Ιωαννίδη καθόρισε ένα άλλο γεγονός, απότοκο της εισβολής: η γενική επιστράτευση. Και αυτή, είχε σχεδιαστεί όχι με στόχο την αντιμετώπιση του εξωτερικού εχθρού, αλλά τον εσωτερικό και ιδιαιτέρως τους επίστρατους φοιτητές, οδηγώντας τους μακριά από τα αστικά κέντρα προς όφελος της ασφάλειας του δικτατορικού καθεστώτος. Η συγκρότηση των μονάδων επιστρατεύσεως ακύρωσε τα στεγανά που είχε δομήσει η δικτατορία μεταξύ στρατού και κοινωνίας. Το πολεμικό κλίμα έδωσε το προβάδισμα στη νέα διάρθρωση της ιεραρχίας και η παρουσία εφέδρων αξιωματικών σε διοικητικές θέσεις έπληξε καίρια τη συνωμοτικότητα που κυριαρχούσε.
Σταδιακά, μέρα-μέρα και με μεγάλη προσοχή, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επί εδάφους προετοιμασμένου από τον Ευάγγελο Αβέρωφ ακύρωνε μεθοδικά τη δεδομένη κυριαρχία του στρατού στα πολιτικά πράγματα.
Το τι διασώθηκε στην αδιάκοπη μνήμη του ελληνικού στρατού από τις ευθύνες του στην καταστροφή της Κύπρου, από την εγκληματική πολιτική της Χούντας και από τη Μεταπολίτευση είναι υπό αναζήτηση. Ο στρατός επέστρεψε ευτυχώς στους στρατώνες και το δημοκρατικό πια καθεστώς τού ακύρωσε την παρεμβατικότητα και του διατήρησε όμως με σαφήνεια τον αντικομμουνισμό για να τον παραμερίσει στη συνέχεια το ΠαΣοΚ και να εδραιώσει ως πεδίο λειτουργίας τον ψυχρό πόλεμο με την Τουρκία. Αποδέκτης αυτού η ελληνική κοινωνία και αποτέλεσμα η διαρκής καλλιέργεια προσδοκιών παράλληλα με μια αέναη ματαίωση.
Η διαχείριση του κάθε τραύματος απαιτεί θεραπεία, η οποία βασίζεται στην ελεύθερη μελέτη των αιτίων. Αντιστοίχως ο τραυματισμός που υπέστη η δημοκρατία και ο δημοκρατικός πατριωτισμός την περίοδο 1967-1974 χρήζουν συνθετικής μελέτης προκειμένου να τιμηθούν με ειλικρίνεια και σεβασμό.
Ο κ. Τάσος
Σακελλαρόπουλος είναι υπεύθυνος Ιστορικών Αρχείων Μουσείου Μπενάκη.
Η εισβολή στην
Κύπρο και το διπλό παιχνίδι της ΕΣΣΔ
Άγνωστα στοιχεία αποκαλύπτουν τις
επιδιώξεις της Μόσχας στην Αν. Μεσόγειο και τη συμπόρευσή της με την τακτική
της Τουρκίας
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε στην Κύπρο ένα νέο βιβλίο
του Μακάριου Δρουσιώτη με τίτλο «Η εισβολή και οι Μεγάλες Δυνάμεις: η
realpolitik των ΗΠΑ και το διπλό παιχνίδι της ΕΣΣΔ». Υστέρα από έρευνα σε ξένα
αρχεία, ο Δρουσιώτης όχι μόνο επιχειρεί να ανασκευάσει τη θεωρία της νατοϊκής
συνωμοσίας, αλλά εισάγει για πρώτη φορά στην ιστοριογραφία του Κυπριακού τον
παράγοντα Σοβιετική Ένωση. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η θεωρία της νατοϊκής συνωμοσίας
είναι απότοκο της σοβιετικής προπαγάνδας και ότι η ΕΣΣΔ υποστήριξε την τουρκική
εισβολή και την εδραίωση του στάτους κβο για να περιπλέξει το ΝΑΤΟ και να
αποκτήσει η Μόσχα ευνοϊκή σχέση με την Τουρκία, εξυπηρετώντας τον στρατηγικό
της στόχο να αποκτήσει πρόσβαση στη Μεσόγειο. Η Τουρκία εγγυήθηκε στη Σοβιετική
Ένωση ότι δεν θα προσαρτούσε μέρος της Κύπρου, εξέλιξη που θα οδηγούσε στη
νατοποίηση διά της διπλής ένωσης και δεν θα παραχωρούσε διευκολύνσεις στο ΝΑΤΟ,
στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού.
Η βασική θέση της Μόσχας ήταν πως το πραξικόπημα στην Κύπρο έγινε με τη συνεργασία των ΗΠΑ με στόχο την ένωση και τη νατοποίηση της Κύπρου και ότι με την τουρκική επέμβαση θα ακύρωνε αυτόν τον στόχο. Από την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος η Μόσχα έκανε έντονο διάβημα στην Αθήνα ότι η Σοβιετική Ένωση δεν θα επέτρεπε «την επικράτηση αυτής της επικίνδυνης εξέλιξης στην Κύπρο και σε μια περιοχή που βρίσκεται κοντά στα σύνορά της». Το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων ΤΑSS μετέδωσε ότι ήταν εξουσιοδοτημένο να δηλώσει ότι «το αντικυβερνητικό πραξικόπημα στην Κύπρο, για το οποίο ευθύνεται ο ελληνικός στρατός, θεωρείται στη Σοβιετική Ένωση ως ανοιχτή παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και των γενικά αποδεκτών κανόνων του διεθνούς δικαίου».
Η βασική θέση της Μόσχας ήταν πως το πραξικόπημα στην Κύπρο έγινε με τη συνεργασία των ΗΠΑ με στόχο την ένωση και τη νατοποίηση της Κύπρου και ότι με την τουρκική επέμβαση θα ακύρωνε αυτόν τον στόχο. Από την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος η Μόσχα έκανε έντονο διάβημα στην Αθήνα ότι η Σοβιετική Ένωση δεν θα επέτρεπε «την επικράτηση αυτής της επικίνδυνης εξέλιξης στην Κύπρο και σε μια περιοχή που βρίσκεται κοντά στα σύνορά της». Το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων ΤΑSS μετέδωσε ότι ήταν εξουσιοδοτημένο να δηλώσει ότι «το αντικυβερνητικό πραξικόπημα στην Κύπρο, για το οποίο ευθύνεται ο ελληνικός στρατός, θεωρείται στη Σοβιετική Ένωση ως ανοιχτή παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και των γενικά αποδεκτών κανόνων του διεθνούς δικαίου».
Το πραξικόπημα ενόχλησε τη Μόσχα
Στις 15 Ιουλίου 1974 ο πρέσβης της ΕΣΣΔ στην Άγκυρα
Βασίλι Γκρουμπιάκοβ είχε συνάντηση μιας ώρας με τον πρόεδρο της Τουρκίας Φαχρί
Κορούτουρκ. Ο Γκρουμπιάκοβ πληροφόρησε τον Κορούτουρκ ότι η Μόσχα ήταν έτοιμη
να συνεργαστεί με την Άγκυρα για την υποστήριξη της ανεξαρτησίας και της
ακεραιότητας της Κύπρου. Σε δηλώσεις του στον Τύπο ο Γκρουμπιάκοβ είπε:
«Υποστηρίζουμε αυτούς που αγωνίζονται ενάντια στους πραξικοπηματίες».
Η Μόσχα έκανε διακοίνωση προς την αμερικανική κυβέρνηση και ο γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ Λεονίντ Μπρέζνιεφ έστειλε γράμμα στον Νίξον και του υπενθύμισε ότι υπήρχε «κατανόηση μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών - και μεταξύ πολλών άλλων χωρών, περιλαμβανομένης της Τουρκίας - ότι τα συμφέροντα του κυπριακού λαού και η ηρεμία της περιοχής ως συνόλου εξυπηρετούνται με τη διατήρηση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Κύπρου».
Η Μόσχα ζητούσε την αποκατάσταση του Μακαρίου στην εξουσία και την άμεση αποχώρηση από το νησί των ελλήνων αξιωματικών. Με τη θέση αυτή ευθυγραμμίστηκε και η Τουρκία, που ζητούσε την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στο νησί για να αιτιολογήσει την επικείμενη εισβολή στην Κύπρο. Ο Μακάριος, ο οποίος είχε διαφύγει από την Κύπρο μετά το πραξικόπημα, προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να καταγγείλει την Ελλάδα για εισβολή στην Κύπρο. Ο Μακάριος έφτασε στη Νέα Υόρκη και ήταν σε επαφή με τη σοβιετική μόνιμη αντιπροσωπεία στον ΟΗΕ.
Στις 3.30 το απόγευμα της 19ης Ιουλίου 1974, στη Νέα Υόρκη (10.30 το βράδυ ώρα Ελλάδας) άρχισε η συζήτηση της κυπριακής κρίσης στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, παρουσία του Μακαρίου. Ενόσω διεξαγόταν η συζήτηση, ο τουρκικός αποβατικός στόλος προσέγγιζε την Κύπρο. Η επικείμενη, εντός ωρών, τουρκική απόβαση στην Κύπρο δεν απασχόλησε το Συμβούλιο Ασφαλείας. Ολη η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το ελληνικό πραξικόπημα, ενώ καθόλου δεν συζητήθηκε ο κίνδυνος τουρκικής εισβολής. Ο Μακάριος, ο οποίος ενεργούσε σε συντονισμό με τη Μόσχα, μίλησε στον ΟΗΕ και κατήγγειλε με ένταση την Ελλάδα για εισβολή, από τις συνέπειες της οποίας «θα υποφέρει ολόκληρος ο λαός της Κύπρου, τόσο οι Ελληνες όσο και οι Τούρκοι». Αποφασίστηκε να δοθεί χρόνος στον ΟΗΕ να ολοκληρώσει τις διαβουλεύσεις που είχαν ήδη αρχίσει για την έγκριση ψηφίσματος καταδίκης της επέμβασης της Ελλάδας στην Κύπρο. Μέχρι να ξημερώσει η επόμενη μέρα η Τουρκία επιτέθηκε κατά της Κύπρου με αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις και αποβίβασε στρατεύματα στο νησί.
Ο Γκρομίκο έδωσε το Ο.Κ.
Στις 20 Ιουλίου, κατόπιν οδηγιών της κυβέρνησής του, ο
πρέσβης της Τουρκίας στη Μόσχα Ιλτέρ Τουρκμέν συνάντησε τον υπουργό Εξωτερικών
της ΕΣΣΔ Αντρέι Γκρομίκο, για να τον ενημερώσει για τις τουρκικές προθέσεις.
Σύμφωνα με τον Τουρκμέν, «ο Γκρομίκο δέχτηκε την αιτιολόγηση της τουρκικής
επέμβασης στην Κύπρο με κατανόηση». Ωστόσο, ζήτησε διευκρινίσεις σε τρία
σημεία:
1. Αν ήταν η διχοτόμηση στις προθέσεις της Τουρκίας.
Ο Τουρκμέν τον διαβεβαίωσε πως η διχοτόμηση, όπως και η ένωση, δεν ήταν επιλογές της χώρας του. «Η τουρκική απάντηση φάνηκε να τον ικανοποιεί».
2. Αν θα αποχωρούσαν τα τουρκικά στρατεύματα.
Ο Τουρκμέν απάντησε καταφατικά, αλλά «δεν τέθηκε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα αποχώρησης».
3. Το πολιτικό μέλλον του Μακαρίου και αν θα αποκαθίστατο στην εξουσία.
Ο Τουρκμέν απάντησε ότι κατ' αρχάς η Τουρκία δεν αντετίθετο στην επιστροφή του Μακαρίου, αλλά ότι δεν ήταν αυτή που θα αποφάσιζε ποιος θα ήταν ο πρόεδρος της Κύπρου. Ο Γκρομίκο «φάνηκε να δέχεται την τουρκική θέση».
Ο Γκρομίκο είπε στον Τουρκμέν ότι το ελληνικό πραξικόπημα ισοδυναμούσε με την ένωση. «Είτε ο Σαμψών ανακήρυσσε την ένωση με την Ελλάδα τώρα είτε αργότερα, αν παρέμενε στην εξουσία, αυτός θα ήταν ο στόχος της κυβέρνησής του». Αυτός ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο η Μόσχα θα υποστήριζε την τουρκική εισβολή.
Η σοβιετική κυβέρνηση εξέδωσε ανακοίνωση και χαρακτήρισε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο δικαιολογημένη αντίδραση στη «συνεχιζόμενη επίθεση εναντίον της κυπριακής ανεξαρτησίας από τον ελληνικό στρατό». Η Μόσχα υποστήριξε ότι «η ελληνική επίθεση» έγινε με την υποστήριξη «συγκεκριμένων κύκλων του ΝΑΤΟ».
Στην ανακοίνωση αναφερόταν ότι είχαν αρχίσει «ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ τουρκικών στρατευμάτων και των πραξικοπηματιών» και ότι τα κίνητρα της Τουρκίας ήταν «να υπερασπιστεί την τουρκική κοινότητα του νησιού και έχει δηλώσει ότι ανέλαβε αυτό το βήμα αφού πείστηκε ότι όλα τα ειρηνικά μέσα για την επίλυση της κρίσης είχαν εξαντληθεί».
Ανάλογη ήταν και η προσέγγιση του σοβιετικού Τύπου της 21ης Ιουλίου. Το ΤΑSS μετέδωσε δηλώσεις που είχε κάνει ο τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς ότι οι τουρκικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Κύπρο «για να πολεμήσουν ενάντια στη χούντα, όχι ενάντια στους Ελληνοκυπρίους». Σχολιάζοντας την κάλυψη της εισβολής από τον σοβιετικό Τύπο, ο αμερικανός πρέσβης στη Μόσχα Ουόλτερ Στέσελ έγραψε σε τηλεγράφημά του ότι «οι Σοβιετικοί όχι μόνο μπορεί να έχουν ενημερωθεί εκ των προτέρων, αλλά μπορεί ακόμη και να έχουν λάβει διαβεβαιώσεις ότι στόχος της Τουρκίας ήταν η διατήρηση της κυπριακής ανεξαρτησίας».
Το ρωσικό βέτο
Αμέσως μετά την εκδήλωση της εισβολής οι ΗΠΑ κατέθεσαν
σχέδιο ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας για κατάπαυση του πυρός και έναρξη
συνομιλιών μεταξύ της εγγυητριών δυνάμενων Βρετανίας, Τουρκίας και Ελλάδας. Το
κίνητρο των ΗΠΑ ήταν να αποτρέψουν κίνδυνο ελληνοτουρκικού πολέμου. Όταν οι
Αμερικανοί προσήλθαν για διαβουλεύσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας, βρήκαν τους
Τούρκους να κάνουν λόμπι ενάντια στην κατάπαυση του πυρός. Οι Σοβιετικοί έθεταν
βέτο στην κατάπαυση του πυρός με το δικαιολογητικό ότι δεν είχαν οδηγίες από τη
Μόσχα. Η Σοβιετική Ένωση επέμενε στην έγκριση ψηφίσματος για καταδίκη του
πραξικοπήματος πριν το Συμβούλιο Ασφαλείας ασχοληθεί με την κατάπαυση του
πυρός.
Τελικά επήλθε ένας συμβιβασμός και εγκρίθηκε το προσχέδιο που είχε ετοιμαστεί για το πραξικόπημα με προσθήκη για κατάπαυση του πυρός και διεξαγωγή συνομιλιών. Έτσι εγκρίθηκε ομόφωνα στο ψήφισμα 353 της 20ής Ιουλίου 1974, με το οποίο ζητούνταν η αποχώρηση των ελλήνων αξιωματικών από την Κύπρο, χωρίς καμία αναφορά στα τουρκικά στρατεύματα. Σύμφωνα με τον αμερικανό μόνιμο αντιπρόσωπο στις διαβουλεύσεις για το ψήφισμα «οι Σοβιετικοί συνεργάζονταν στενά με την κυπριακή αντιπροσωπεία όλη τη μέρα, και μέχρι την τελευταία στιγμή επικοινωνούσαν τηλεφωνικά με τον Μακάριο, για να βεβαιωθούν ότι αποδεχόταν το ψήφισμα. Ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου Ρωσσίδης παρουσιαζόταν ως υπερβολικά πρόθυμος συνεργάτης των Σοβιετικών».
Όπως έγραψε σε τηλεγράφημα του ο μόνιμος αντιπρόσωπος των ΗΠΑ, «δεν υπήρχε από καμία αντιπροσωπεία, εκτός αυτής των ΗΠΑ, η πρόθεση για αποχή ή καταψήφιση του προσχεδίου της 19ης Ιουλίου, του οποίου η φρασεολογία για την απόσυρση στρατευμάτων απευθυνόταν ειδικά στους Έλληνες - παρά το γεγονός ότι το προσχέδιο αυτό ήταν χρονικά ξεπερασμένο, λόγω της τουρκικής επέμβασης».
Στη συζήτηση που ακολούθησε μετά την έγκριση του ψηφίσματος ο σοβιετικός αναπληρωτής μόνιμος αντιπρόσωπος Σάφροντσουκ διευκρίνισε ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας ότι η σχετική αναφορά στο ψήφισμα για την αποχώρηση του ξένου στρατιωτικού προσωπικού παρέπεμπε «στους έλληνες αξιωματικούς, των οποίων η κατάφωρη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Κύπρου, με οδηγίες από την Αθήνα, είναι η πρωταρχική αιτία της σημερινής κρίσης».
Θεατής στον «Αττίλα»
Μετά την έγκριση του ψηφίσματος η Σοβιετική Ένωση
παρέμεινε απλός θεατής των δραματικών εξελίξεων στην Κύπρο. Μάλιστα στις 29
Ιουλίου 1974, και ενώ η Τουρκία είχε αποβιβάσει χιλιάδες στρατιώτες στην Κύπρο,
η Μόσχα έκανε διάβημα προς την Αθήνα για τη μη εφαρμογή του ψηφίσματος 353. Ο
σοβιετικός πρεσβευτής στην Αθήνα επισκέφθηκε τον γενικό διευθυντή του
υπουργείου Εξωτερικών, Άγγελο Βλάχο, και υπογράμμισε τη σημασία της αποχώρησης
των «ξένων στρατευμάτων», εννοώντας τις ελληνικές δυνάμεις. Ο Βλάχος απάντησε
πως το ψήφισμα αναφερόταν προφανώς και σε όλα τα τουρκικά στρατεύματα. Ο
σοβιετικός πρέσβης απάντησε στον Βλάχο ότι «δεν συμφωνούσε ότι οι τουρκικές
δυνάμεις περιλαμβάνονταν στον ορισμό των ξένων δυνάμεων» που αναφέρονταν στο
ψήφισμα 353.
Στις 10 Αυγούστου 1974, λίγες μέρες πριν από τον δεύτερο γύρο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, η τουρκική κυβέρνηση έστειλε στη Μόσχα, σε ειδική αποστολή, τον πρέσβη Ισμαήλ Σοϊζάλ, για να δώσει διαβεβαιώσεις στη σοβιετική κυβέρνηση ότι δεν είχε πρόθεση να διχοτομήσει την Κύπρο. Σύμφωνα με έκθεση του Τμήματος Έρευνας και Πληροφοριών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την αποστολή του Σοϊζάλ στη Μόσχα, οι Τούρκοι πιθανόν να ζητούσαν «την κατανόηση των Σοβιετικών στην περίπτωση που ένιωθαν υποχρεωμένοι να επαναλάβουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κύπρο».
Ούτε λέξη και για τον «δεύτερο Αττίλα»
Αυτό έγινε στην πραγματικότητα, η Μόσχα παρέμεινε
απλός θεατής και στον δεύτερο γύρο της εισβολής, στις 14 Αυγούστου 1974, που
κατέληξε στην κατάληψη του 36% της κυπριακής επικράτειας από τον τουρκικό
στρατό και την εκδίωξη 160.000 Ελληνοκυπρίων από τα σπίτια τους. Η Μόσχα, που
είχε αναστατώσει όλον τον κόσμο για το ελληνικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου,
δεν είπε ούτε μία λέξη για την τουρκική εισβολή και το αποτέλεσμά της.
Ο υπουργός Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο βρισκόταν σε διακοπές και δεν έκρινε σκόπιμο να επιστρέψει στη Μόσχα. Ο πρέσβης της Τουρκίας στη Μόσχα Ιλτέρ Τουρκμέν συνάντησε δύο φορές τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Σέμιον Κόζιρεφ, στις 14 και στις 15 Αυγούστου. Ο Τουρκμέν «δεν διαπίστωσε καμία αλλαγή στη σοβιετική στάση», με μόνη εξαίρεση το ότι δεν μιλούσαν πια για τον Μακάριο και την επιστροφή του στην Κύπρο, που «ξεκάθαρα είναι δευτερεύον ζήτημα γι' αυτούς τώρα».
Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετζεβίτ, σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε για να εξηγήσει τη νέα επιθετική ενέργεια της Τουρκίας στην Κύπρο, είπε ότι «καμία ανεπιθύμητη αντίδραση» δεν υπήρξε από τη Σοβιετική Ένωση και φρόντισε να διαβεβαιώσει και δημόσια τη Μόσχα ότι η Άγκυρα λάμβανε υπόψη τις ανησυχίες της για τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή.
Ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο η Ελλάδα αποχώρησε από το ΝΑΤΟ και το αμερικανικό Κογκρέσο επέβαλε εμπάργκο στην πώληση όπλων στην Τουρκία. Η Τουρκία αντέδρασε και έκλεισε τις αμερικανικές τηλεπικοινωνιακές εγκαταστάσεις παρακολούθησης του πυρηνικού οπλοστασίου της Σοβιετικής Ένωσης. Η κυπριακή κρίση εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη και βαθύτερη κρίση στο ΝΑΤΟ, στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου.
Η Μόσχα θα χρησιμοποιούσε πλέον την κυπριακή κρίση αφενός για να υπονομεύει τη συνοχή του ΝΑΤΟ και αφετέρου για να κερδίζει την εύνοια της Τουρκίας, στην οποία απέδιδε τεράστια στρατηγική σημασία.
Σε όλη τη διάρκεια της κυπριακής κρίσης αλλά και τα
χρόνια που ακολούθησαν δεν υπήρξε ούτε μία ονομαστική καταδίκη της Τουρκίας από
τη Σοβιετική Ένωση για οποιαδήποτε πτυχή του Κυπριακού. Ο Μακάριος, ο οποίος
παραπλανήθηκε για τις προθέσεις της Μόσχας, όταν διέγνωσε την απροθυμία της
Μόσχας να τον στηρίξει, ύστερα από μια αποτυχημένη προσφυγή στη Γενική
Συνέλευση του ΟΗΕ, συναντήθηκε τυχαία με τον αυστριακό διπλωμάτη Λούντβιχ
Στάινερ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως πρέσβης στη Λευκωσία. Ο Στάινερ,
μεταφέροντας τη συνομιλία τους στους Αμερικανούς, είπε πως ο Μακάριος είχε
συνειδητοποιήσει ότι «δεν μπορούσε να περιμένει καμία βοήθεια από τους
Σοβιετικούς» και ότι «τώρα ένιωθε μια φιλοαμερικανική τάση "βαθιά μέσα
στην καρδιά του"».
Το βιβλίο του Μακάριου
Δρουσιώτη «Η εισβολή και οι Μεγάλες Δυνάμεις: η realpolitik των ΗΠΑ και το
διπλό παιχνίδι της ΕΣΣΔ» δεν είναι προς το παρόν διαθέσιμο στην Ελλάδα, αλλά
μπορεί κανείς να το παραγγείλει ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: www.makarios.eu
Το τέλος της
σιωπής
Κάποτε η ομιλία ή το γραπτό κείμενο ενός διανοουμένου
αρκούσε για να προκαλέσει όχι απλές συζητήσεις στη δημόσια σφαίρα αλλά
δυνητικές μετακινήσεις των τεκτονικών πλακών της πολιτικής - πρόσφατη υπόμνηση,
η οριστική τεκμηρίωση του κρυφού ρόλου της CIA στη «φυγάδευση» και έκδοση στη
Δύση του «Δόκτορος Ζιβάγκο» το 1957. Στον ψυχροπολεμικό κόσμο το έργο του Μπορίς Πάστερνακ αντιστοιχούσε σε μια
εκ των έσω κριτική του υπαρκτού σοσιαλισμού που αναμενόταν να έχει σαφή απήχηση
στη συνείδηση του κοινού πέρα από την απλή λογοτεχνία, ως πολιτικό επιχείρημα.
Η υπογραφή του Ζαν-Πολ Σαρτρ σε
ένα μανιφέστο ή ένα μαχητικό άρθρο του Αλμπέρ
Καμί ήταν ταυτόχρονα διανοητικά γεγονότα, ιδεολογικές
καταθέσεις και τεχνικά μέσα ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης. Ωστόσο η
πολιτεία και η πρόσληψη των διανοουμένων στα τέλη του 20ού αιώνα, εποχή
ανάπτυξης των μέσων μαζικής ενημέρωσης, καθολικοποίησης της βασικής εκπαίδευσης
και γενικευμένης δυσπιστίας προς τις αυθεντίες, υπήρξε αντιστρόφως ανάλογη. Ο
δημόσιος διανοούμενος ήταν ένα είδος σε ανεπάρκεια στις αρχές του 21ου αιώνα.
Στη Γαλλία η Αριστερά θρηνούσε τον ξεπεσμό από το ύψος ενός Μισέλ Φουκό στην κοινοτοπία του Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, στις ΗΠΑ συντηρητικοί
στοχαστές όπως ο Ρίτσαρντ Πόζνερ,
συγγραφέας του βιβλίου «Public Intellectuals: A Study in Decline» («Δημόσιοι
διανοούμενοι: Μια σπουδή στην παρακμή»), και κοινοτιστές κοινωνιολόγοι όπως ο
Αμιτάι Ετζιόνι στηλίτευαν ως το 2006 την κατάπτωση των πρώην κραταιών.
Αν υποτεθεί ότι η «ενιαία σκέψη» και ο θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού είχαν στερήσει από την πνευματική πρωτοπορία την παρεμβατικότητα, αντικαθιστώντας την πολιτική ταύτιση με την αποδοχή του status quo ή άχρωμες γενικότητες περί οικολογίας, η κρίση επανέφερε στο προσκήνιο διανοουμένους που δεν φοβούνται τον στίβο μάχης. Η ποιότητά τους βέβαια ελέγχεται ενίοτε: για τον Τζον Γκρέι ο τρέχων σταρ Σλάβοϊ Ζίζεκ είναι περίπου τσαρλατάνος της φιλοσοφίας, όπως τον περιέγραψε σε ένα πολεμικό κείμενο του 2012 στη «New York Review of Books». Στον επίσης προβεβλημένο Αλέν Μπαντιού καταλογίζεται η επίμονη προσκόλληση στο κομμουνιστικό ιδεώδες, ωστόσο για κάθε απολογητή της οικονομικής ορθοδοξίας Νάιαλ Φέργκιουσον υπάρχει τουλάχιστον ένας αμφισβητίας Τομά Πικετί που γίνεται αντικείμενο έντονου διαλόγου στους «Financial Times». Και είναι πλέον ξανά θεμιτό για δημοσιογράφους όπως ο Ολλανδός Χούμπερτ Σμέετς να εγκαλούν από τις στήλες της «NRC Handelsblad» ονόματα όπως αυτά των Ουμπέρτο Εκο, Νταβίντ Γκρόσμαν και Γιούργκεν Χάμπερμας επειδή δεν υψώνουν περισσότερο τις φωνές τους για τη Συρία.
Μάρκος
Καρασαρίνης
Το αρχαίο
σταυροδρόμι και το μετρό της Θεσσαλονίκης
Στην επικαιρότητα βρίσκεται πάλι το αρχαίο και
εμβληματικό για την πόλη σταυροδρόμι των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου,
εξιλαστήριο θύμα για τις αμαρτίες του μετρό της Θεσσαλονίκης. Στην πόλη
πλανάται η σκιά ενός νέου διχαστικού διλήμματος «ή σταθμός ή αρχαία» στη θέση
του παλαιότερου «ή μετρό ή αρχαία».
Θα αφήσουμε τα λάθη και τα πάθη του απώτερου παρελθόντος, που είναι πολλά, και θα πάμε στη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) στις 15.1.2013 και στην απόφαση Τζαβάρα στις 24.1.2013 που ήθελαν την οριστική απόσπαση των αρχαίων ευρημάτων και την αποθήκευσή τους (;) στο «στρατόπεδο Παύλου Μελά ή σε άλλον ανάλογο χώρο». Ανήκουν ήδη και οι δύο στα αποδεδειγμένα λάθη του παρελθόντος. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης είχε μία μόνο κίνηση: να προσφύγει στο ΣτΕ, γιατί, αν δεν το έπραττε, το ιστορικό σταυροδρόμι δεν θα υπήρχε σήμερα, τα μοναδικά μνημεία του θα κείτονταν κομματιασμένα στο στρατόπεδο Παύλου Μελά ή «σε άλλον ανάλογο χώρο» και η Θεσσαλονίκη θα θρηνούσε ανεπανόρθωτες απώλειες.
Οι εμπνευστές και υποστηρικτές της απόφασης Τζαβάρα επανέρχονται τώρα για τη δημιουργία παραπλανητικών εντυπώσεων. Ας ξεκαθαρίσουν όμως τα πράγματα:
α) Ο Δήμος Θεσσαλονίκης δεν ζήτησε ποτέ απόσπαση των αρχαίων μνημείων. Αντιδρώντας άμεσα στην απόφαση Τζαβάρα υποστήριξε ότι τα μνημεία πρέπει να παραμείνουν στη θέση τους (in situ) τόσο κατά όσο και μετά την κατασκευή του σταθμού.
β) Οι επιστήμονες της πόλης που εργάστηκαν με πρωτοβουλία του δήμου (άνοιξη του 2013) έλαβαν εντολές που καθρέφτιζαν την κοινωνική και πολιτική ομοψυχία που είχε επιτευχθεί στο Δημοτικό Συμβούλιο: να αποδειχθεί η δυνατότητα συνύπαρξης, να μην απομακρυνθούν τα μνημεία εκτός Θεσσαλονίκης και να μη διχάσει την πόλη το δίλημμα «ή μετρό ή αρχαία».
γ) Δεν υπήρξε ασφαλής και έγκυρη διαβεβαίωση ότι ο σταθμός Βενιζέλου δεν μπορεί να κατασκευαστεί αν δεν απομακρυνθούν προηγουμένως οι αρχαιότητες, γιατί απλούστατα δεν ζητήθηκε ούτε τον Ιανουάριο του 2013 ούτε του 2014.
δ) Η πρώτη αίτηση ακυρώσεως που άσκησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης στο ΣτΕ δεν διέκοψε καμία εργασία στον σταθμό Βενιζέλου. Μόνο το παράνομο και καταστροφικό ξήλωμα μνημείων ανεκτίμητης αξίας, το οποίο απαγόρευσε το ΣτΕ, που ασφαλώς δεν έκανε χάρη στον δήμο αλλά εφάρμοσε τον νόμο και τίμησε τον πολιτισμό και την ιστορία της πόλης και της χώρας.
ε) Μόνοι υπαίτιοι για την καθυστέρηση και τις άλλες απώλειες είναι όσοι είχαν εξουσία και ευθύνη να πάρουν σωστές αποφάσεις, να διαχειρισθούν με διαφάνεια και χρηστότητα το δημόσιο χρήμα και να προστατεύσουν τον πλούτο της χώρας αλλά δεν το έκαναν.
Τι συμβαίνει τώρα και γιατί για άλλη μία φορά λοιδορούνται ο δήμος και οι αρχαιολόγοι που τον υποστήριξαν και επιστρατεύονται οι δυστυχείς έλληνες φορολογούμενοι, οι οποίοι δεν τους ενδιέφεραν ποτέ; Η απόφαση αναστολής του ΣτΕ που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2013, ως αποτέλεσμα της προσφυγής του δήμου, ανάγκασε τους ίδιους κύκλους που είχαν επιβάλει την απόφαση Τζαβάρα και είχαν παρουσιάσει την οριστική απομάκρυνση των μνημείων ως αξίωμα ανεπίδεκτο αμφισβήτησης να μιλούν σήμερα για «προσωρινή απόσπαση», επιμένοντας όμως σ' αυτήν χωρίς να εξετασθούν άλλες λύσεις.
Ποιος πείθεται ότι το κάνουν τώρα με καθαρή καρδιά, με ειλικρίνεια και με πραγματική βούληση; Αντίθετα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε την αναπροσαρμογή μιας τακτικής εξαιρετικά επιθετικής. Μέχρι που τον Μάιο αντικαταστάθηκαν και τα τέσσερα από τα επτά μέλη του ΚΑΣ που μειοψήφησαν στη συνεδρίαση της 28.1.2014 και υποστήριξαν να ερευνηθεί η δυνατότητα κατασκευής του σταθμού χωρίς απόσπαση των μνημείων. Τα άλλα δύο από τα επτά αυτά μέλη παρέμειναν γιατί μετέχουν εκ του νόμου στο ΚΑΣ. Ταυτόχρονα τοποθετήθηκαν πέντε νέα μέλη, μεταξύ των οποίων και ο σύμβουλος της Αττικό Μετρό ΑΕ κ. Τιβέριος, ο οποίος πρωταγωνίστησε στις προηγούμενες πράξεις του δράματος, με κορύφωση τη συμμετοχή του στη συνεδρίαση του ΚΑΣ στις 15.1.2013, από την οποία προέκυψε η απόφαση Τζαβάρα.
Πριν από έναν χρόνο θεωρούσαν αδύνατη την έκθεση των μνημείων στον τόπο τους. Σήμερα, κατά τους ίδιους κύκλους, ο σταθμός Βενιζέλου δεν είναι δυνατόν να κατασκευαστεί αν προηγουμένως δεν απομακρυνθούν οι αρχαιότητες. Το διχαστικό δίλημμα των αρχών του 2013 «ή μετρό ή αρχαία» μετασχηματίζεται τώρα στο εξίσου τραγικό «ή σταθμός ή αρχαία». Μέχρι να αποδειχθεί ότι υπάρχει άλλη λύση όπως (το πιθανότερο) η κατασκευή του σταθμού χωρίς απομάκρυνση των μνημείων. Γιατί να πιστέψουμε τώρα την Αττικό Μετρό και τους συμβούλους και υποστηρικτές της στο υπουργείο Πολιτισμού που αρνούνται κάθε σοβαρή προσπάθεια διερεύνησης; Γιατί να κάνει πίσω ο δήμος απέναντι στους ίδιους κατηγόρους του που επαναλαμβάνονται με διάφορες, στα όρια της νομιμότητας, ενέργειες; Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και επιπόλαιο να δυναμιτίζουν τη συναίνεση που πέτυχε ο Δήμος Θεσσαλονίκης και να προετοιμάζουν με προσχήματα τα επόμενα λάθη. Η Θεσσαλονίκη δεν έχει την πολυτέλεια να υποστεί άλλο ένα. Τα λάθη του παρελθόντος διορθώνονται μόνο με σωστές λύσεις εδώ και τώρα.
Έπειτα από όλα αυτά γίνεται φανερό ότι η νέα υπουργική απόφαση (Παναγιωτόπουλου), στηριγμένη στην οριακή πλειοψηφία μιας ψήφου στο ΚΑΣ και στις διαβεβαιώσεις της Αττικό Μετρό ΑΕ ότι δεν υπάρχει άλλη λύση, δεν εξασφαλίζει την προστασία και ανάδειξη των αρχαίων μνημείων στον τόπο τους. Μπροστά στον κίνδυνο να τελειώσουν όλα, χωρίς καμία δυνατότητα δεύτερης σκέψης και επιστροφής, η άσκηση της νέας αιτήσεως ακυρώσεως ήταν μονόδρομος για τον Δήμο Θεσσαλονίκης.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης και όσοι αγκάλιασαν την προσπάθειά του έδειξαν τουλάχιστον τον δρόμο που οι περισσότεροι Έλληνες επιθυμούν: οι αξίες αντί των ωφελημάτων. Υπευθυνότητα, επιστήμη και Παιδεία αντί της προχειρότητας και της υποτέλειας σε άλλα συμφέροντα. Έδειξαν ότι υπάρχει ακόμη δυνατότητα ορθών, συναινετικών και ολοκληρωμένων λύσεων. Όσοι διαθέτουν την εξουσία των αποφάσεων φέρουν όλη την ευθύνη να ενεργήσουν χωρίς καμία άλλη καθυστέρηση.
Η απάντηση του κ. Τιβέριου
Ο καθηγητής αρχαιολογίας κ. Μιχάλης Τιβέριος έστειλε την ακόλουθη απάντηση στο «Βήμα» ως προς τους ισχυρισμούς του κ. Σοφιαλίδη που τον αφορούν:
Ο καθηγητής αρχαιολογίας κ. Μιχάλης Τιβέριος έστειλε την ακόλουθη απάντηση στο «Βήμα» ως προς τους ισχυρισμούς του κ. Σοφιαλίδη που τον αφορούν:
«Ως προς το πρόσωπό μου θα ήθελα να επισημάνω τα εξής: Δεν υπήρξα μέλος του ΚΑΣ επί υπουργίας του κ. Τζαβάρα. Διορίστηκα στο ΚΑΣ τελευταία αλλά και πάλι δεν συμμετέχω σε συνεδριάσεις που συζητούνται θέματα του ΜΕΤΡΟ Θεσσαλονίκης. Για τα υπόλοιπα ευελπιστώ ότι θα απαντήσει το ΜΕΤΡΟ Θεσσαλονίκης».
Ο κ. Απόστολος Σοφιαλίδης είναι επίκουρος καθηγητής Νομικής του ΑΠΘ, ειδικός σύμβουλος του δημάρχου Θεσσαλονίκης.
Ανακοίνωση του
Ιδρύματος «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής»
Συμπληρώνονται εφέτος 40 χρόνια από την επιστροφή του
Κωνσταντίνου Καραμανλή και την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Η 24η
Ιουλίου 1974 υπήρξε ιστορική ημέρα και σηματοδότησε την απαρχή μιας σειράς
εξελίξεων που οδήγησαν στη θεμελίωση του αρτιότερου δημοκρατικού πολιτεύματος
που γνώρισε ποτέ η πατρίδα μας. Οι χειρισμοί του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την
εξουδετέρωση των πολλών και σημαντικών κινδύνων που άφησε πίσω της η δικτατορία
των συνταγματαρχών υπήρξαν αριστοτεχνικοί. Η δημοκρατική μετάβαση της Ελλάδας
έχει καταγραφεί ως η πιο γρήγορη και η πιο ομαλή στην παγκόσμια ιστορία και γι'
αυτό δικαίως αναγνωρίστηκε διεθνώς ως «το ελληνικό πολιτικό θαύμα».
Αρωγός στην προσπάθεια του Καραμανλή στάθηκαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου, οι οποίες με υπευθυνότητα συνέβαλαν στην αποκατάσταση του ομαλού πολιτικού κλίματος και στη θεμελίωση ισχυρών και υγιών δημοκρατικών θεσμών. Οι επιτυχίες της περιόδου 1974-75, που περιλαμβάνουν τη νομιμοποίηση όλων των πολιτικών δυνάμεων, τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών, την οριστική λύση του πολιτειακού ζητήματος μέσω της διεξαγωγής ενός αδιάβλητου δημοψηφίσματος, την τιμωρία των πρωταιτίων της εκτροπής, την ψήφιση νέου Συντάγματος και την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την τότε ΕΟΚ, συνεχίζουν να εμπνέουν και να συσπειρώνουν τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων σαράντα χρόνια μετά και δείχνουν τι μπορεί να πετύχει η χώρα όταν ο λαός είναι ενωμένος και η ηγεσία του διαθέτει όραμα και αποφασιστικότητα.
Σήμερα, που η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη μιας βαθιάς κρίσης, το έργο του Καραμανλή είναι ταυτόχρονα δικαιωμένο αλλά και επίκαιρο. Δικαιωμένο γιατί η πλειονότητα του ελληνικού λαού και οι πολιτικές δυνάμεις που την εκφράζουν συντάσσονται με τις μεγάλες στρατηγικές επιλογές του Καραμανλή, δηλαδή τον ομαλό δημοκρατικό βίο και την ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας. Και επίκαιρο γιατί ο Καραμανλής πέτυχε όχι μόνο να εξουδετερώσει τους πολλαπλούς εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους που αντιμετώπισε αλλά και να τους μετατρέψει σε ευκαιρία για την αναζωογόνηση του εθνικού μας βίου εντός της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας.
Το Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», υπογραμμίζοντας τη σημασία της ιστορικής επετείου, αποτίει φόρο τιμής στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και συνολικά σε όλους όσοι συνέβαλαν τότε στην επιτυχία της Μεταπολίτευσης.
Μια ανοίκεια
συγκατοίκηση
Η ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών με την ανάδειξη
πρυτάνεων στα δύο αρχαιότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας επιτρέπει την
κατάθεση των σκέψεων που ακολουθούν. Πολλώ μάλλον αφού ο συντάκτης των γραμμών
αυτών, έπειτα από τρεις και πλέον δεκαετίες διακονίας στο «Αθήνησι» Εθνικό και
Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, δεν διεκδικεί, ούτε προσδοκά, την ανάληψη
διοικητικών αξιωμάτων.
Η ανάδειξη των πρυτάνεων έγινε για πρώτη φορά με τη διαδικασία που προβλέπει ο Ν. 4009/2011, όπως τροποποιήθηκε. Με απλά λόγια, ένα νεοπαγές όργανο, το 15μελές (τι συνειρμός!) Συμβούλιο του Ιδρύματος (ΣΙ), προτείνει στο εκλεκτορικό σώμα, που αποτελείται από όλα τα μέλη του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ), τρεις από τους υποψηφίους που πληρούν τα τυπικά προσόντα και περιορίζει μεταξύ αυτών και μόνον την εκλογή του πρύτανη.
Ετσι στο Πανεπιστήμιό μας, ενώ υποβλήθηκαν επτά συνολικώς υποψηφιότητες που, σύμφωνα με την τριμελή επιτροπή διεξαγωγής των εκλογών, πληρούσαν τα τυπικά προσόντα, το ΣΙ επέλεξε, κατά τον νόμο, τρεις μόνον ως υποψηφίους για να διεκδικήσουν το ανώτατο πανεπιστημιακό αξίωμα, «ύστερα από εκτίμηση των ουσιαστικών τους προσόντων».
Η διαδικασία αυτή δεν με πείθει. Θα ήθελα, ως εκλέκτορας, να γνωρίζω πώς ακριβώς αξιολογήθηκαν τα ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων από κάθε μέλος του Συμβουλίου, είτε αυτό είναι πανεπιστημιακός συνάδελφος είτε διοικητής τράπεζας είτε απόμαχος ανώτατος δικαστικός είτε διακεκριμένος ακαδημαϊκός σε ΑΕΙ της αλλοδαπής.
Ομολογώ ότι η διαδικασία αυτή μου θυμίζει, ως εκ του γνωστικού μου αντικειμένου, το δικαίωμα των τουρκικών αρχών να διαγράφουν από τη λίστα των υποψηφίων για εκλογή Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αναιτιολογήτως, όποιον θέλουν, ακόμη και όλους!
Δεν αντιλαμβάνομαι, πολύ περισσότερο, για ποιον λόγο το έργο αυτό δεν ανατίθεται απευθείας στους τελικούς εκλέκτορες του πρύτανη αλλά μεταβιβάζεται σε άλλο όργανο, το οποίο «φιλτράρει» τις υποψηφιότητες με άγνωστα και προφανώς υποκειμενικά κριτήρια.
Η γενιά μου πρόλαβε τα, αλήστου μνήμης, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων που ήταν προϋπόθεση καταλήψεως δημόσιας θέσεως, φυσικά και πανεπιστημιακής. Δικαιολογείται, λοιπόν, η όποια καχυποψία, πέραν του ότι η διαδικασία αυτή δεν αποτελεί και δείγμα διαφάνειας, την οποία επαγγέλλεται το νέο σύστημα διοικήσεως των πανεπιστημίων μας, με αυτή την ιδιότυπη συγκατοίκηση...
Η ανησυχία μου επιτείνεται από το γεγονός ότι η ψηφοφορία για την ανάδειξη των πρυτανικών αρχών έγινε ηλεκτρονικά, προφανώς «διά τον φόβον των Ιουδαίων» (sic), των οργανωμένων δηλαδή μειοψηφιών που αρνούνται θεμελιώδεις αξίες του ακαδημαϊκού συστήματος. Για τον ίδιο λόγο παρακολουθήσαμε διαδικτυακά και μια αποστειρωμένη δημόσια ακρόαση των τριών επιλεγμένων υποψηφίων, στην οποία απουσίαζε ακόμη και η δυνατότητα διαλογικής αντιπαραθέσεως.
Αν σε αυτά προστεθεί και η διαπίστωση ότι στο Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν προσήλθε να ψηφίσει, τόσο στην πρώτη όσο και στην επαναληπτική ψηφοφορία, αριθμός εκλεκτόρων που (μαζί με τα λευκά) πλησίαζε το 1/3 του εκλεκτορικού σώματος, προσυπογράφω τον τίτλο του κύριου άρθρου της πρώτης σε κυκλοφορία ημερήσιας εφημερίδας για «ωρολογιακή βόμβα» στα χέρια των νεοεκλεγμένων πρυτάνεων.
Οι νόμοι ασφαλώς ισχύουν και εφαρμόζονται, ως ανθρώπινα δημιουργήματα όμως επιδέχονται τροποποιήσεις και βελτιώσεις...
Ο κ. Ιωάννης Μ.
Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αιγιαλοί και
πράσινα άλογα
Μια πρακτική της παλαιοκομματικής φαυλοκρατίας, η
οποία οδήγησε τη χώρα στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα, είναι η γενικευμένη
αρλουμπολογία, η ενθάρρυνση στη συνέχεια παρορμητικών, κινηματικού χαρακτήρα
εκδηλώσεων και αργότερα η βαθμιαία λησμονιά των εξάρσεων, συνήθως αφού
διαπιστωθεί ότι υπάρχει θεσμικό αδιέξοδο.
Είναι γνωστή η άποψή μου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και βεβαίως πάνω απ' όλα η ηγεσία του και ο πρόεδρός του Τσίπρας είναι κακέκτυπα της θρυλικής αυτής μορφής πολιτικάντη που είχε διαιωνίσει με την ερμηνεία του ο μακαρίτης Κωνσταντάρας, δηλαδή του Μαυρογιαλούρου.
Χθες σε συγκέντρωση 300 περίπου στελεχών, με μέσο όρο ηλικίας τα εξήντα, εκήρυξε για πολλοστή φορά επανάσταση διά της οποίας όλοι αυτοί οι παππούδες με αρχιστράτηγο τον ίδιο θα υπερασπιστούν τα ελεύθερα μπάνια του λαού, διαταράσσοντας την τάξη και θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια των λουομένων.
Όλα αυτά για να προστατευθεί ο αιγιαλός, τον οποίο σκοπεύει η κυβέρνηση να εκποιήσει με νομοσχέδιο αγνώστου περιεχομένου σε μεγάλα ξένα συμφέροντα.
Δεν γνωρίζω τι θα περιλαμβάνει το νομοσχέδιο. Γνωρίζω όμως πολύ καλά δύο πράγματα: τι είναι ο αιγιαλός και ποιες οι νομικές διαστάσεις του και ποια είναι η σημερινή κατάσταση σε ό,τι αφορά την εφαρμογή αυτών των διατάξεων και σε ποιον βαθμό προστατεύεται, ιδιαίτερα στην Αττική, η ελευθερία πρόσβασης στη θάλασσα, που είναι και το ψητό της όλης συζήτησης.
Ο αιγιαλός, μας εμάθαιναν κάποτε, είναι η έκταση που καλύπτει το μέγιστο χειμέριο κύμα. Όπως ο καθένας μπορεί να καταλάβει, η διάταξη αυτή είναι επιδεκτική ερμηνειών και μπορεί να έχει διαφορετικές εφαρμογές από χώρο σε χώρο, ανάλογα με την καλή πίστη και την εντιμότητα όσων την εφαρμόζουν. Διότι ο αιγιαλός είναι κοινόχρηστος και με την έννοια αυτή δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο ιδιοκτησίας, ούτε καν κρατικής. Άλλο τελείως είναι το καθεστώς της εν γένει παραλίας που περιλαμβάνει εκτάσεις μετά τον αιγιαλό που έχουν χαρακτηριστικά συνέχειας και όπου είναι δυνατόν ιδιώτες ή φορείς, όπως π.χ. οι δήμοι ή το κράτος, να βάλουν περιφράξεις, να φυτέψουν δέντρα, να δημιουργήσουν δρόμους ή πάρκινγκ και μερικές φορές να χτίσουν και κτίρια. Ενώ λοιπόν η κατάσταση θα ήταν σχετικά απλή αν σεβόμασταν όλοι αυτούς τους βασικούς κανόνες, η γνωστή και κυρίαρχη ανομία έχει δημιουργήσει το συγκεκριμένο μπάχαλο, που από τη μία φτιάχνει ακτές για προνομιούχους και από την άλλη περιορίζει την προσέλευση σε χαμηλής ποιότητας ή συνωστισμένες ακτές για όσους δεν μπορούν να πληρώσουν.
Έχω το προνόμιο να κατοικώ στη νότια ακτή της Αττικής, μερικές εκατοντάδες μέτρα από τη θάλασσα. Σε όλη την ακτή, από τη Γλυφάδα ως το Σούνιο, είναι εκατοντάδες οι παρανομίες και οι αυθαιρεσίες. Ενώ ο νόμος ορίζει ρητά ότι κάθε 50 μέτρα πρέπει να υπάρχει δρόμος, ώστε οι πεζοί να έχουν πρόσβαση στον αιγιαλό, πάμπολλες είναι οι προσόψεις που εκτείνονται σε 60, 80 ή και εκατοντάδες μέτρα, χωρίς να τηρείται αυτή η βασική πρόνοια. «Πολλά αρχοντικά» έχουν δημιουργήσει προστατευμένο, ανατολίτικου τύπου οικογενειακό χώρο με πανύψηλους τοίχους, πυκνές συστάδες κυπαρισσιών ή άλλων κατάλληλων δέντρων και συρματοπλέγματα που φτάνουν συχνά και μέσα στη θάλασσα. Τα ονόματα είναι γνωστά τοις πάσι, σπάνια όμως έχει διεξαχθεί δημοσιογραφική έρευνα σε βάθος. Ίσως γιατί μερικοί από αυτούς που τόσο βάναυσα παραβιάζουν τον νόμο και βάρβαρα προσβάλλουν την κοινωνία είναι ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης ή φίλοι τους. Μα, θα μου πείτε, τι σχέση έχουν ο Τσίπρας, ένα νέο παιδί, και ο ΣΥΡΙΖΑ, που δεν κυβέρνησε ποτέ, με αυτή την κατάσταση;
Δυστυχώς για όλους μας και βεβαίως κυρίως για τους μεσήλικες που θα εκφράσουν τα επαναστατικά απωθημένα τους στις πλαζ του Αυγούστου, διεκδικώντας αυτό που πάντα διεκδικούν, δηλαδή περισσότερο κρατισμό στη χώρα του υπαρκτού ελληνισμού, κάπου μετά το Κορωπί ορθώνεται η ταμπέλα που φέρει το υπέροχο όνομα «Δήμος Σαρωνικού» και αμέσως μετά αρχίζει το όργιο. Ο Α έχει στήσει καντίνα αυθαίρετη που παραβιάζει όλες τις προδιαγραφές, ο Β έχει περιφράξει και προσαρτήσει κοινόχρηστο παραλιακό δρόμο, ο Γ έχει κάνει τα ίδια πάνω στον αιγιαλό. Ο «μπήξε και ο δείξε» (εδώ είναι πολλές οι περιπτώσεις) έχουν χτίσει παραλιακά κάστρα στα πιο απόκρημνα βράχια της ακτής, για να μην μπορεί κανείς να τους ενοχλήσει. Οι καταπατήσεις καλά κρατούν. Τέλος, ύστερα από τον ηρωικό αγώνα της Κερατέας και αντίστοιχη κινητοποίηση για να οδηγηθεί σε ναυάγιο πρόγραμμα αποχέτευσης που εχρηματοδοτείτο με δεκάδες εκατομμύρια ευρώ από την Ευρωπαϊκή Ένωση, χιλιάδες «απορροφητικοί» βόθροι και πού και πού και κανένα παράνομο φορτηγό με μπάζα και σκουπίδια πάσης φύσεως βρίσκουν τον φυσικό τους προορισμό στις ακτές, στον υδροφόρο ορίζοντα και την υπέροχη γαλάζια θάλασσα.
Αυτός είναι ο απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ, ύστερα από είκοσι χρόνια διαχείρισης του συγκεκριμένου δήμου.
Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος
είναι πρώην υπουργός.
Το επταήμερο του
Διόδωρου
Η ένδοξη
τεσσαρακονταετία
Η Μεταπολίτευση έγινε σαράντα χρόνων, άπλωσε ρίζες και κλαδιά, αντέχει...
Κάποιοι θα κάνουν μνημόσυνα, σαν να επρόκειτο για σαραντάμερα, και δεν θα είναι μόνο οι χρυσαυγίτες που μοιρολογούν για τον χαμένο παράδεισο της χούντας. Θα είναι και οι ανόητοι που θεωρούν πως τα χάσαμε αυτά τα 40 χρόνια της Μεταπολίτευσης. Θα είναι και οι επιτήδειοι που μονίμως υπόσχονται πολλά και έχουν υποχρέωση να κατακρίνουν ό,τι έχει γίνει - αλλιώς, τι υποσχέσεις να δώσουν; Θα είναι και όσοι δεν ξέρουν και δεν θέλουν να μάθουν πώς ήταν η Ελλάδα πριν από τις 24 Ιουλίου 1974.
Αν δεν καταρριφθεί και άλλο αεροπλάνο από δολοφόνους που παριστάνουν τους πατριώτες ή από επαγγελματίες προβοκάτορες που θέλουν να κάνουν το χάος της Ουκρανίας χαοτικότερο, αν δεν γίνει ακόμη πιο αιματηρή η σύγκρουση Αράβων - Ισραηλινών, θα είναι το θέμα της εβδομάδας που έρχεται τα σαράντα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ημερολόγιό μου: εφημερίδες, περιοδικά, σταθμοί, ιστότοποι, όλοι θα έχουν αφιερώματα για τα 40 μεταπολιτευτικά χρόνια. Από τους αρχηγούς και τους επικεφαλής της φυλής θα ακούσουμε μεγαλόπνευστα διαγγέλματα, κάθε πικραμένος θα βρει και αυτός την ευκαιρία να πει το παράπονό του.
Θέλω να τα προλάβω όλα αυτά, να γράψω τι σκέπτομαι για τις τέσσερις δεκαετίες που μας χωρίζουν από την 24η Ιουλίου 1974 πριν επηρεαστώ από αυτά που θα διαβάσω και θα ακούσω - γιατί δεν θα τα γλιτώσω, και ας είμαι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Το καταραμένο ιντερνέτ που δεν σε αφήνει να απομακρυνθείς από την Ελλάδα ακόμα και αν είσαι στη Σκωτία με την καλή σου Ισαβέλλα-Ιζαμπώ για να αποτρέψεις την απόσχισή της από το Ηνωμένο Βασίλειο· κάπως σαν Τζέιμς Μποντ σε αντιεθνικιστική αποστολή, με την απαραίτητη όμορφη δίπλα του να τον εμπνέει και να τον βοηθάει.
Θα έπρεπε να έχουμε οργανώσει γιορτές και πανηγύρια - λιτά βέβαια, στο πνεύμα της εποχής. Αλλά αξίζει να χορεύουμε και να τραγουδάμε όλοι μας γιατί πέρασαν σαράντα χρόνια από την πτώση της χούντας στις 24 Ιουλίου 1974 χωρίς πόλεμο, χωρίς πραξικόπημα, χωρίς ακραία πολιτικά φαινόμενα - δεν έχει ξαναγίνει αυτό στην ιστορία της χώρας, ημερολόγιό μου, ποτέ δεν απολαύσαμε για τόσο μεγάλο διάστημα τα αγαθά της ειρήνης και της σταθερότητας.
Εγγραμματοσύνη και εκσυγχρονισμός
Οι νεότεροι, όσοι δεν έχουν ακόμη πενηνταρίσει, δεν το
έχουν βιώσει αυτό. Τους φαίνεται αυτονόητη κατάσταση - όπως αυτονόητα φαίνονται
σε όσους δεν έχουν ζήσει σε άλλη χώρα μύρια όσα μας ταλαιπωρούν στον ιδιωτικό
και στον δημόσιο βίο. Για τούτο ακούμε εύκολες κραυγές που θέλουν να ανατρέψουν
τα πολύτιμα κεκτημένα και ελάχιστες συζητήσεις για το πώς θα κατακτήσουμε αυτά
που δεν αποκτήσαμε ποτέ.
Ας πούμε, είναι σπουδαίο που έχει επεκταθεί τόσο πολύ η εγγραμματοσύνη. Η καθιέρωση της δημοτικής από την κυβέρνηση Καραμανλή το 1978 και στη συνέχεια του μονοτονικού από την κυβέρνηση Παπανδρέου το 1982 ήσαν από τα σημαντικότερα πράγματα που έγιναν, σπουδαιότερα από την κατάργηση του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων ή του αδικήματος της μοιχείας. Γιατί τα γράμματα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μην υιοθετεί η κοινωνία αυταρχικές λύσεις απέναντι στα φρονήματα και στην ερωτική ζωή.
Αλλά το ζήτημα της σχέσης μας με τα γράμματα και τους αριθμούς δεν έχει λυθεί: αντιστέκονται στην επίλυσή του όσοι, από τη μία, πιστεύουν ότι οι παραδοσιακές αξίες «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» είναι αρκετές για να ευδοκιμήσουμε ιδιωτικά και συλλογικά και όσοι, από την άλλη, πιστεύουν πως πάνω από τη γνώση είναι το «αγωνιστικό φρόνημα», που κυκλοφορεί με δύο βασικά ονόματα: «πολεμική αρετή των Ελλήνων» και «αντιστασιακό ήθος του Ελληνισμού», διαχρονικά υποτίθεται γνωρίσματα του γένους.
Και έτσι, παρά την πρόοδο, υστερούμε σημαντικά στη σύγχρονη μορφή εγγραμματοσύνης, την ψηφιακή. Αυτή η αγραμματοσύνη φταίει που οι συντάξεις κάνουν τρία χρόνια για να εκδοθούν και η Εφορία δεν μπορεί να συλλάβει τη φοροδιαφυγή. Δεν έχουμε μάθει να επεξεργαζόμαστε τους όγκους πληροφοριών που παράγει η κοινωνία μας, υποκύπτουμε μπροστά τους, είμαστε θύματά τους.
Φυσικά, δεν είναι τεχνικό μόνο θέμα η σύλληψη της φοροδιαφυγής. Η δημοσιονομική εκτροπή που μας οδήγησε στην κρίση οφείλεται στην αντίληψη της πολιτικής τάξης για τις σχέσεις με τους ψηφοφόρους της, είτε ισχυροί είναι αυτοί και προσφέρουν πολιτικό χρήμα για να γλιτώσουν τους φόρους είτε «μη έχοντες» που προσφέρουν την ψήφο τους για τον ίδιο λόγο.
Το αποκαλούμε «μεταπολεμικό πελατειακό κράτος» αυτό το φαινόμενο - αλλά οι πελατειακοί δεσμοί ήσαν αυτά τα 40 χρόνια πολύ λιγότερο ισχυροί από όσο τα 40 που είχαν προηγηθεί, αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε αν δεν θέλουμε να καταλήγουμε σε ισοπεδωτικές αποτιμήσεις. Οι θεσμοί και το κράτος εκσυγχρονίστηκαν αλλά με αργότερους ρυθμούς από αυτούς που επέβαλαν οι περιστάσεις, η συμμετοχή μας σε υπερεθνικές συλλογικότητες, στην ΕΕ και στην ευρωζώνη. Όπως έγινε και με την εγγραμματοσύνη.
Αγώνες και πατρίδα
Από τα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης («πατρίς,
θρησκεία, οικογένεια» - «αγώνες») δεν καταφέραμε ακόμη να περάσουμε, μας έχουν
στριμώξει ανάμεσά τους οι δύο βράχοι, απειλούν να μας συνθλίψουν. Δεν
συνειδητοποιήσαμε πως η κυπριακή καταστροφή, που τη μοιρολογάμε δυστυχώς μέσα
στις γιορτές για τη Μεταπολίτευση, ήταν συνέπεια του επιθετικού, επεκτατικού
εθνικισμού μας.
Του εθνικισμού που καλλιέργησε το αίτημα και τους αγώνες για την «Ένωση» - αυτή προσπάθησε να επιβάλει η χούντα με συνέπεια την τουρκική εισβολή, την καταστροφή και την πτώση της. Του εθνικισμού που ερωτοτροπούσε με την ενσωμάτωση της Βόρειας Ηπείρου, που δημιούργησε το αδιέξοδο με το «Όνομα», που θεωρεί πως είμαστε θύματα συνωμοσιών και όχι των πράξεών μας, που τρέφει τη Χρυσή Αυγή. Δεν έχουμε άδικο να τους αποκαλούμε ναζί, άδικο έχουμε όταν ξεχνάμε πως το πρώτο συνθετικό του Nationalsozialismus παραπέμπει στον εθνικισμό.
Ακόμα και σήμερα δεν βλέπουμε πως τα έθνη-κράτη χάνουν
συνεχώς έδαφος απέναντι σε υπερεθνικές οντότητες, πολιτικές ή οικονομικές. Οι
πατριώτες θρησκευόμενοι οικογενειάρχες φοβούνται τις παραδόσεις του Διαφωτισμού
που θεμελιώνουν τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αγωνιστές φοβούνται τις
παραδόσεις διαπραγμάτευσης-συνδιαλλαγής που χαρακτηρίζουν εκεί τις κοινωνικές
αντιπαραθέσεις. Για τούτο ασκεί και τόσο γοητεία η Ανατολική Ευρώπη, όπως
κυρίως εκφράζεται από τον ρωσικό αυταρχισμό.
Απόρροια της αγωνιστικής λογικής είναι και η ενδημική πολιτική βία: οι εποχές που τρομοκράτες ένοπλοι επαναστάτες αντάλλασσαν πυροβολισμούς με την αστυνομία στο κέντρο των πόλεων αποτελούν μακρινό παρελθόν για τις χώρες της ΕΕ. Ακόμα μακρινότερο είναι το παρελθόν που οι ναζί οργάνωναν πογκρόμ κατά των αλλοφύλων και έστελναν ομάδες εφόδου για να εξοντώσουν τους αντιπάλους τους. Εμείς τα ζούμε ακόμα - και πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε πως δεν φταίει η κρίση για αυτά τα φαινόμενα. Η τρομοκρατία επιβίωσε επί 40 χρόνια, ο ρατσισμός ήταν διάχυτος αφότου εμφανίστηκαν οι πρώτοι μετανάστες, η κρίση απλώς συμπύκνωσε σε βρώμικο νερό το αιωρούμενο ακάθαρτο νέφος της μισαλλοδοξίας και της ξενοφοβίας.
Χειρότερα ή καλύτερα;
Δεν αποκτήσαμε ικανοποιητική αυτογνωσία ούτε ως άτομα
ούτε ως κοινωνία ώστε να συζητήσουμε σε βάθος αυτά τα φαινόμενα - το ότι τέλος
πάντων τίθενται στον δημόσιο διάλογο είναι σημαντική αλλαγή, πριν από τη
Μεταπολίτευση ο εθνικισμός και οι αγώνες στο όνομά του, ή στο όνομα του λαού,
ήσαν αυτονόητες αλήθειες. Οι συλλογικές αποτυχίες είχαν πάντα ως ερμηνεία «οι
ισχυροί της Γης συνωμοτούν εναντίον μας». Για τούτο χάσαμε τη Σμύρνη και τη
Μικρά Ασία, για τούτο δεν πήρε την εξουσία το ΕΑΜ, για τούτο δεν πήραμε την
Κύπρο - οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Αμερικανοί, οι Ρώσοι, οι Γερμανοί ήσαν οι
ερμηνευτικές αιτίες για την κίνηση της ελληνικής ιστορίας.
Αυτό δεν έχει αλλάξει πολύ, οι ξένοι είναι υπεύθυνοι για το σημερινό μας χάλι, όχι εμείς. Για τούτο και τόση αντίσταση σε κάθε μεταρρύθμιση: δεν χρειάζονται, μας τις επιβάλλουν οι ξένοι, για το δικό τους συμφέρον. Το ότι αυτό μπορεί να είναι και δικό μας συλλογικό συμφέρον αν θέλουμε να επιβιώσουμε στον σύγχρονο κόσμο είναι αδιανόητο. Γιατί ο σημερινός κόσμος είναι χειρότερος, κυριαρχούν οι αγορές και όχι τα καλά κράτη, οι επιχειρηματίες και οι κερδοσκόποι, όχι οι πολιτικοί και οι πολεμιστές.
Εγινε πράγματι χειρότερος ο κόσμος μας στη διάρκεια αυτών των 40 χρόνων, ημερολόγιό μου - για την ακρίβεια, των τελευταίων 70, μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου; Μου φαίνεται πως μόνο τρελοί θα ισχυρίζονταν κάτι τέτοιο. Τα φρικτά φαινόμενα βίας που χαρακτηρίζουν αυτές εδώ τις επετειακές ημέρες είναι πταίσματα μπροστά στις σφαγές των δύο μεγάλων πολέμων, των μικρότερων ανάμεσά τους ή νωρίτερα, των εμφυλίων συγκρούσεων, των ιμπεριαλιστικών φαινομένων. Η σημερινή φτώχεια, οι ανισότητες, οι λοιμοί και οι λιμοί, η κατάσταση του ανθρώπινου είδους είναι ζηλευτά για κάθε πρόγονό μας.
Σίγουρα μπορούσε να είναι σήμερα καλύτερος και ο κόσμος και η χώρα μας - οπωσδήποτε μπορούν και πρέπει να γίνουν. Το θέμα είναι να χτίσουμε πάνω σε αυτά που κερδίσαμε, όχι να τα απαρνηθούμε, ημερολόγιό μου.
Τα ίδια λέω και στους Σκωτσέζους για τα τελευταία 300 χρόνια που είναι μαζί με τους Άγγλους· μου φαίνεται πως εδώ είμαι πειστικότερος - γιατί λοιπόν να φύγω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευπρόσδεκτα τα καλοπροαίρετα, ευπρεπή και τεκμηριωμένα σχόλια, γιατί αυτό θεωρώ ελληνικό τρόπο.
Διευκρινίζεται ότι δεν δεσμεύομαι να απαντώ σε όλα τα σχόλια και η παράλειψη απάντησης δεν σημαίνει παραδοχή οποιουδήποτε σχολίου ή άποψης.