Στον ιστότοπό μου αναρτώνται κείμενα διαφορετικής προέλευσης, για να επισημαίνονται με τρόπο πολυφωνικό μεν, επιλεγμένο δε (με κριτήριο την - κατά την δική μας, αναγκαία, κρίση – υγιή, εθνικά και τεκτονικά, διέγερση της συνείδησής μας, ως Ελλήνων πολιτών και τεκτόνων), γεγονότα επίκαιρα, στοχασμοί πολιτικοί και προβληματισμοί διαχρονικοί, όπως αναδεικνύονται μέσα από την κοινωνία μας, από ανθρώπους κατά τεκμήριο εκτός του τεκτονισμού, περιορίζοντας στο ελάχιστο προσωπικές μας, ειδικές ή μη, απόψεις, από όσα θα έχετε αντιληφθεί. Και πάντοτε αναφέρεται η πηγή (εκτός αν υπάρχει ενάντιος λόγος ή τυχαία παράλειψη).

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Από την Αθήνα στην Ίμβρο. Απόφαση ζωής για τον 27χρονο Κωνσταντίνο Λιάγκο που επέστρεψε στις ρίζες του, στο νησί που συνυπάρχουν 400 Έλληνες και 9000 Τούρκοι. Ο μοναδικός νέος Έλληνας του νησιού μιλάει στο News 24/7 για τη νέα πρόκληση στη ζωή του.





Διαβάστε εδώ

Εθνική Επέτειος 25ης Μαρτίου 1821

Τεκμήρια Συλλογής (Ταξινομημένα κατά Ημ/νια Μεταφόρτωσης σε Φθίνουσα σειρά): 1 έως 17 από 17

Δείτε εδώ

Συσχετισμός στόλων υποβρυχίων των χωρών της Μεσογείου

Ένα πολύ ενδιαφέρον infographic με τις υποβρύχιες δυνάμεις στην Μεσόγειο δημοσίευσε πριν από λίγες ημέρες το έγκυρο naval analyses.
Όπως φαίνεται από το infographic από τις 21 χώρες που διαθέτουν ακτογραμμή στην Μεσόγειο μόνο 8 είναι αυτές που διαθέτουν υποβρύχια στο στόλο τους με την Ελλάδα (11 υποβρύχια) και την Τουρκία (12) να διαθέτουν τα περισσότερα.


Ο λόγος του Κολοκοτρώνη στη Πνύκα, αντί άλλου πανηγυρικού

Αποτελεί την πνευματική παρακαταθήκη του Γέρου του Μωριά προς τη νέα γενιά. Εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.
Στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο γηραιός στρατηγός και εν ενεργεία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθήνας) για να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου (1784-1854) για τον Θουκυδίδη. Τόσο εντυπωσιάστηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές. Την πρότασή του απεδέχθη ο Γεννάδιος και λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ορίσθηκε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα.



 Το γεγονός μαθεύτηκε στη μικρά τότε Αθήνα και εκτός από τους μαθητές, πλήθος ανθρώπων «διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων» συνέρρευσε στην Πνύκα το πρωί της 8ης Οκτωβρίου για να ακούσει τον ηγέτη της Επανάστασης του ’21. Ξαφνικά, στον χώρο της ομιλίας εμφανίσθηκε «σμήνος χωροφυλακής», αποφασισμένο να διαλύσει τη συγκέντρωση, επειδή προφανώς, ως βασιλικότερο του βασιλέως Όθωνα, τη θεώρησε αντικαθεστωτική. Όμως, μετά τη διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη και των καθηγητών για το «αθώο της πράξεως», οι χωροφύλακες αποχώρησαν και η ομιλία έγινε κανονικά. Άλλωστε, ο Κολοκοτρώνης δεν αποτελούσε κίνδυνο για τη δυναστεία, αφού τα είχε βρει με τον Όθωνα και κατείχε μάλιστα το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας, δηλαδή του πολιτικού συμβούλου του βασιλιά. (Το Συμβούλιο της Επικρατείας εκείνης της εποχής, που ήταν πολιτικό σώμα, δεν πρέπει να συγχέεται με το σημερινό Συμβούλιο της Επικρατείας, που είναι δικαστικός σχηματισμός.)
Η Ομιλία
Παιδιά μου!
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ’ απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!
Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ’ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!

Σύλληψη Ελλήνων στρατιωτικών από Τουρκους: πράξη τρομοκρατίας. Μία σοβαρή νομική θεώρηση

Dr Κέρη Π. Μαυρομμάτη: Οι αντίθετες κατά το διεθνές δίκαιο παράνομες πράξεις της σύλληψης – κράτησης, φυλάκισης και υπαγωγής στην τουρκική δικαιοδοσία των Ελλήνων στρατιωτικών

Η σύλληψη- κράτηση και φυλάκιση των Ελλήνων στρατιωτικών εν καιρώ ειρήνης  από τουρκικά κρατικά όργανα για να δικαστούν με άγνωστο μέχρι σήμερα κατηγορητήριο από τα τουρκικά δικαστήρια είναι αξιόποινες πράξεις  των οργάνων του τουρκικού κράτους, που παραβιάζουν το ισχύον διεθνές δίκαιο και τις σχετικές διεθνείς υποχρεώσεις του τουρκικού κράτους.

Ειδικότερα
Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Έλληνα υπουργού εθνικής άμυνας  <οι δύο στρατιωτικοί ευρίσκονται σε κατάσταση ομηρίας> και προσέθεσε ότι <έχουμε  δύο ομήρους>.
Είναι χρήσιμο να αναφερθούμε στην έννοια της κατάστασης ομηρίας, στα μέσα και στους τρόπους τέλεσης των αξιόποινων πράξεων της σύλληψης-ομηρίας κατά το διεθνές δίκαιο για να κατανοηθεί το διεθνές αδίκημα της κατάστασης ομηρίας των Ελλήνων στρατιωτικών, όπως καθορίζεται από τους σχετικούς διεθνείς κανόνες.
Καταρχήν, το διεθνές δίκαιο δέχεται ότι όλες οι πράξεις της ομηρίας – κράτησης αποτελούν εκδηλώσεις της τρομοκρατίας. Η κράτηση ομήρων συνιστά διεθνές αδίκημα μεγάλης διεθνούς σημασίας, σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις κατά της τρομοκρατίας, όπως η διεθνής Σύμβαση κατά της σύλληψης – κράτησης ομήρων του 1979, η Σύμβαση περί προλήψεως και τιμωρίας των  εγκλημάτων των στρεφομένων κατά των διεθνώς προστατευομένων προσώπων του 1973 και οι σχετικές Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπως οι 579/1985 και 1566/2004  του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Επίσης το Ελληνικό ποινικό δίκαιο στις  διατάξεις του άρθρου 322 ΠΚ  όπως συμπληρώθηκε από το άρθρο 10 του Ν.410/1976 αναφέρεται στη κατάσταση ομηρίας , τα μέσα και τους τρόπους τέλεσης αυτού του αδικήματος.
Είναι γνωστό ότι η ανωτέρω διεθνής σύμβαση κατά της σύλληψης – κράτησης ομήρων αποτελεί την άμεση απάντηση του ΟΗΕ στον αυξανόμενο αριθμό περιπτώσεων, που αφορούν την απαγωγή ή άλλη επίθεση και την κράτηση ως ομήρων κυρίως διπλωματών και άλλων αξιωματούχων από οποιαδήποτε άτομα ή ομάδα ατόμων.
Οι διατάξεις του άρθρου 1 της παραπάνω διεθνούς Σύμβασης κατά της σύλληψης – κράτησης ομήρων του 1979, καθορίζουν και την έννοια της εγκληματικής πράξης της ομηρίας – κράτησης(hostage- taking) για τους σκοπούς  αυτής της διεθνούς σύμβασης. Δηλαδή κατά  την έννοια αυτής της διεθνούς σύμβασης, κάθε πρόσωπο που συλλαμβάνει(seizes) ή κρατεί(or detains) και απειλεί να σκοτώσει ή να βλάψει ή συνεχίζει να κρατεί έναν όμηρο με σκοπό  να προκαλέσει εξαναγκασμό σε ένα κράτος ή σε ένα διεθνή οργανισμό να πράξει ή να απέχει από κάποια πράξη,  ως άμεση ή έμμεση προϋπόθεση για την άρση της ομηρίας (release of hostage) διαπράττει το αδίκημα  της σύλληψης – κράτησης ομήρων (<taking hostage>)
Κατά τις ανωτέρω διεθνείς διατάξεις και τις εθνικές διατάξεις, το αδίκημα της ομηρίας περιλαμβάνει στο εννοιολογικό του περιεχόμενο ως μέσο τέλεσης, την άσκηση βίας ή απειλής βίας , τον σκοπό του εξαναγκασμού του κράτους να πράξει ή να απέχει από κάποια πράξη και το αδίκημα της αρπαγής ή απαγωγής ως τρόπους  τέλεσης. Το δε αδίκημα της αρπαγής τελείται με τρόπους σωρευτικά ή διαζευκτικά εφαρμοζόμενους, δηλαδή  είτε με παράνομη σύλληψη και με παράνομη κράτηση  από  το δράστη  είτε με παράνομη κατακράτηση και γενικά με επιθετική ενέργεια. Επίσης οι  παραπάνω εγκληματικές πράξεις της ομηρίας – κράτησης περιλαμβάνουν στον εννοιολογικό τους προσδιορισμό  την πρόθεση πρόκληση φόβου ή τρόμου σε άτομα ή σε πληθυσμό για την επιβολή των απαιτήσεων του ή την επίτευξη των σκοπών του δράστη ή ομάδος δραστών βάσει στρατηγικού σχεδιασμού, που έχει ως  συνέπειες τη στέρηση της  ατομικής ελευθερίας και ασφάλειας των θυμάτων, τη μετατροπή των ομήρων σε πράγμα, δηλαδή σε μέσον εξαναγκασμού ή αντικείμενο συναλλαγής(αντάλλαγμα),  μέσον προσβολής της διεθνούς ασφάλειας και της ειρήνης καθώς και των φιλικών σχέσεων των κρατών. Οι όμηροι από φορείς ανθρώπινης αξίας μεταβάλλονται σε πράγματα, δηλαδή  προσβάλλεται κατάφωρα η αξία του ανθρώπου.
Συνεπώς οι Έλληνες αξιωματικοί, κατά τον ανωτέρω εννοιολογικό προσδιορισμό του αδικήματος της ομηρίας, δηλαδή την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση κατά τις ανωτέρω διεθνείς και εθνικές διατάξεις, υπέστησαν βία ή απειλή βίας, για να μην έχουν ικανότητα αντίστασης, συνελήφθησαν ή απήχθησαν ή παράνομα κατακρατήθηκαν σε κατάσταση ομηρίας, όπως δήλωσε ο Έλληνας υπουργός εθνικής άμυνας. Το δε ερώτημα παραμένει αναπάντητο, όσον αφορά τις ακριβείς και αληθείς περιστάσεις της παράνομης σύλληψης – κατακράτησης των Ελλήνων αξιωματικών, δηλαδή  εάν συντελέστηκε το αδίκημα της αρπαγής ή της απαγωγής σε ελληνικό έδαφος.
Επίσης, δικαιούμεθα να γνωρίζουμε  τον επιδιωκόμενο σκοπό εξαναγκασμού του Ελληνικού κράτους  από τα όργανα του Τουρκικού κράτους, που παράνομα συνέλαβαν και παράνομα κρατούν  τους Έλληνες στρατιωτικούς.
Δηλαδή  εάν αυτά έχουν ως σκοπό  να προκαλέσουν  τον εξαναγκασμό του Ελληνικού κράτους  να προβεί σε κάποια πράξη, όπως η ανταλλαγή της ελευθερίας των Ελλήνων αξιωματικών  με την αποστολή στη Τουρκία των Τούρκων αξιωματικών, ή να απέχει από κάποια πράξη, για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωση του, ως άμεση ή έμμεση προϋπόθεση για την άρση της ομηρίας – κράτησης  των Ελλήνων στρατιωτικών, σύμφωνα με την έννοια της ομηρίας, κατά τις παραπάνω διατάξεις της διεθνούς Σύμβασης του 1979. Περαιτέρω χρειάζεται να ερευνηθεί  μήπως ο σκοπός της τέλεσης των τρομοκρατικών πράξεων της ομηρίας – κράτησης  των Ελλήνων στρατιωτικών  είναι η προσβολή  της Ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας, εφαρμόζοντας το δόγμα των γκρίζων ζωνών ή η προσβολή του έννομου αγαθού της δημόσιας τάξης και της ασφάλειας του Ελληνικού κράτους και του Ελληνικού λαού με την αυθαίρετη προώθηση παράνομων μεταναστών στην Ελληνική επικράτεια.
Είναι δε γνωστή η ανάλυση του Nate Shenkan σε άρθρο του στο foreign Policy, που δημοσιεύθηκε την ημέρα, που <συνελήφθηκαν > οι Έλληνες αξιωματικοί από τα τουρκικά κρατικά όργανα , ότι <η κράτηση ομήρων είναι η νέα εξωτερική πολιτική της Τουρκίας> και αναφέρει πρόσφατα περιστατικά αρπαγής ομήρων από τη Τουρκία τονίζοντας ότι <οι σχέσεις ομηρίας είναι τόσο διαδομένες στις σχέσεις Τουρκίας με τους Δυτικούς. Η κατάσταση είναι απαράδεκτη μεταξύ συμμάχων και  η Τουρκία θα μετατρέψει τη ελευθερία των πολιτών της Δύσης σε διαπραγματευτικό χαρτί και υπάρχει αμερικανική νομοθεσία, που θα επιβάλει κυρώσεις σε Τούρκους αξιωματικούς για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε Αμερικανούς πολίτες οπουδήποτε στη γή, που κρατούν παράνομα και παρατεταμένα, με την επιβολή κυρώσεων κατά τον Νόμο Global Magnitsky >. (βλ.www.kalavryta Press.gr, iefimerida.gr).
Εάν δε λάβουμε υπόψη τους ισχυρισμούς της Τουρκίας, ότι οι Έλληνες στρατιωτικοί παραβίασαν τουρκική εδαφική κυριαρχία ή παραβίασαν οριογραμμή, δεν είναι νόμιμες πράξεις κατά το διεθνές δίκαιο η σύλληψη – κράτηση – φυλάκιση τους.
Ειδικότερα, πρώτον χρειάζεται να καθορίσουμε ποιά είναι η πράξη των Ελλήνων αξιωματικών και ποιές οι περιστάσεις τέλεσης αυτής της υποτιθέμενης πράξης τους.
Αυτοί οι Έλληνες έχουν την ιδιότητα του στρατιωτικού, σύμφωνα με Ν.2287/1995, εκτελούσαν φανερά εντολές των προϊσταμένων τους για τη φύλαξη της εδαφικής κυριαρχίας και της ασφάλειας της χώρας τους, δηλαδή εκτελούσαν το καθήκον τους, έφεραν διακριτικά σήματα – γνωρίσματα εξ αποστάσεως ορατά, δηλαδή εθνική στρατιωτική στολή και εθνόσημο καθώς και οπλοφορούσαν φανερά.
Εάν δεχθούμε ότι αυτοί οι Έλληνες  στρατιωτικοί παραβίασαν τα σύνορα του τουρκικού εδάφους οι Τούρκοι είχαν υποχρέωση, κατά το διεθνές δίκαιο, εφόσον είδαν ότι έφεραν διακριτικά σήματα – γνωρίσματα εξ αποστάσεως ορατά, να τους γνωστοποιήσουν με αναμφίβολο τρόπο ότι έχουν  παραβιάσει τα όρια της εδαφικής κυριαρχίας της Τουρκίας και να τους ζητήσουν να αποχωρήσουν και σε περίπτωση αρνήσεως να τους οδηγήσουν με συνοδεία έξω από το τουρκικό έδαφος. Είναι γνωστό ότι αυτή η πρακτική  της γνωστοποίησης και της απαίτησης αποχώρησης εφαρμόζεται συνεχώς από τους Έλληνες αεροπόρους όταν οι Τούρκοι παραβιάζουν τον Ελληνικό εναέριο χώρο. Γι αυτό κυβερνητικά όργανα υποστήριξαν ότι εφαρμοζόταν η πρακτική άμεσης επιστροφής των Τούρκων ή Ελλήνων στρατιωτικών σε περίπτωση παραβίασης της οριογραμμής, κατά την εκτέλεση του καθήκοντος τους.
Έτσι δεν είναι  νομικά βάσιμο να υποστηριχθεί ότι οι Έλληνες στρατιωτικοί εν καιρώ ειρήνης, κατά την εκτέλεση του καθήκοντος, τέλεσαν την πράξη της παρανόμου εισόδου σε αλλοδαπό – τουρκικό έδαφος, η οποία, κατά το ισχύον διεθνές και εθνικό δίκαιο, νοείται μόνο για τους ιδιώτες, διότι αυτοί  εισέρχονται παράνομα σε αλλοδαπό έδαφος όταν δεν έχουν τα απαιτούμενα νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα.
Είναι δε σαφές, κατά το διεθνές δίκαιο, ότι ο στρατιωτικός, κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του, προβαίνει σε πράξεις κυριαρχικές, είτε εν καιρώ ειρήνης είτε εν καιρώ πολέμου, όπως της προσβολής της κυριαρχίας (εξουσίας) αλλοδαπού κράτους και της εισβολής και κατοχής ξένου εδάφους αντίστοιχα.
Έτσι υφίσταται το ερώτημα εάν οι Τούρκοι  άσκησαν τις παραπάνω απαιτούμενες κατά το διεθνές δίκαιο ενέργειες  της σαφούς γνωστοποίησης και της απαίτησης αποχώρησης από το τουρκικό έδαφος και εάν οι Έλληνες αξιωματικοί αρνήθηκαν ν αποχωρήσουν.
Η απάντηση σ αυτό το ερώτημα θα προέκυπτε  αναμφίβολα εάν το Ελληνικό κράτος μέλος του ΟΗΕ και του ΟΑΣΕ είχε διατυπώσει σχετικό αίτημα παρουσίας εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ ή του ΟΑΣΕ στον τόπο όπου συνέβη το περιστατικό για να ερευνηθούν οι πραγματικές περιστάσεις σύλληψης και της τυχόν παραβίασης της τουρκικής εδαφικής κυριαρχίας από τους Έλληνες στρατιωτικούς.
Δεύτερον, χρειάζεται να καθορισθεί το νομικό καθεστώς αυτών των Ελλήνων στρατιωτικών, που δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν κατάσκοποι ούτε αιχμάλωτοι,
διότι (α) δεν θεωρούνται κατάσκοποι οι στρατιωτικοί, που φανερά, δηλαδή με εθνική στολή και εμφανή στρατιωτικό εξοπλισμό εν καιρώ ειρήνης εκτελούν εντολές  των προϊσταμένων τους για τη προστασία της κυριαρχίας της χώρας τους κατά τις διατάξεις άρθρου 29 της Σύμβασης περί των νόμων και των εθίμων του κατά ξηρά πολέμου και
(β)  δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν αιχμάλωτοι, διότι απαιτείται να ανήκουν ως μάχιμοι στο στράτευμα ενός εμπόλεμου μέρους, δηλαδή να υφίσταται πόλεμος μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας για να συλληφθούν και να υπαχθούν στην εξουσία της κυβέρνησης του εχθρού και  να φυλακισθούν εάν για λόγους ασφαλείας κριθεί αναγκαίο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4, 5 της Σύμβασης Χάγης 1907 και του άρθρου 21 της Σύμβασης ΙΙΙ της Γενεύης.
Συνεπώς από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι Έλληνες αξιωματικοί, οι οποίοι δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε κατάσκοποι ούτε αιχμάλωτοι, κατά πρόδηλη παράβαση του διεθνούς δικαίου συνελήφθηκαν, φυλακίσθηκαν και τους αφηρέθηκαν τα κινητά τους τηλέφωνα, τα οποία είναι προσωπικά τους αντικείμενα, αντικείμενα ατομικής ιδιοκτησίας  και παραμένουν στην ιδιοκτησία τους ακόμη και εάν ήσαν αιχμάλωτοι σε πολεμική περίοδο.
Επίσης, είναι πρόδηλο ότι όποια άλλα πράγματα στρατιωτικού χαρακτήρα ή οπλισμό έφεραν οι Έλληνες αξιωματικοί, αφαιρέθηκαν με βία και δεν τα παρέδωσαν, εφόσον η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ομηρίας περιλαμβάνει ως μέσον την άσκηση βίας και ως τρόπο τέλεσης την αρπαγή ή την απαγωγή, κατά τις διατάξεις του 322 ΠΚ και τις διεθνείς διατάξεις. Αυτά τα τουρκικά κρατικά όργανα είχαν διεθνή υποχρέωση, μετά τη παράνομη σύλληψη, να τα είχαν παραδώσει στο Ελληνικό κράτος. Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα κάλεσε την Τουρκία και παρέδωσε στην Τουρκία τον οπλισμό και το ελικόπτερο των Τούρκων αξιωματικών, που ζήτησαν άσυλο.
Επίσης η εξευτελιστική μεταχείριση των παρανόμως συλληφθέντων και κρατουμένων Ελλήνων αξιωματικών, όπως προκύπτει από τις εικόνες μεταφοράς τους με χειροπέδες στα χέρια και ως <ανθρώπινοι σάκοι> στα  τουρκικά δικαστήρια, χωρίς να υπάρχει κατηγορητήριο, συνιστά  κατάφωρη προσβολή της ανθρώπινης αξίας και της αξιοπρέπειας τους, σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων( ΟΔΔΑ, ΕΣΔΑ), την οποία το τουρκικό κράτος έχει διεθνή ευθύνη να μην επιτρέπει. Παράλληλα  αυτή η μεταχείριση συνιστά προσβολή της αξιοπρέπειας του Ελληνικού λαού, διότι αυτοί οι στρατιωτικοί υπέστησαν  προσβλητική μεταχείριση καθώς έφεραν εθνική στρατιωτική στολή και εθνόσημο.
Τέλος, οι Έλληνες αξιωματικοί απολαμβάνουν ετεροδικίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τους κανόνες και τη νομολογία του διεθνούς δικαστηρίου Χάγης  και τον Ελληνικό στρατιωτικό ποινικό Νόμο 2287/1995, διότι είναι στρατιωτικοί – κρατικά όργανα και οι πράξεις των Ελλήνων στρατιωτικών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, είναι πράξεις κυριαρχικές και υπόκεινται στη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα των Ελληνικών Δικαστηρίων ανεξάρτητα εάν τελούνται σε αλλοδαπή επικράτεια. Οι στρατιωτικοί δικάζονται από τα δικαστήρια αλλοδαπού κράτους μόνον εάν ετέλεσαν πράξεις γενοκτονίας ή παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Συνεπώς, το νομικό καθεστώς των Ελλήνων στρατιωτικών είναι πρόδηλο και δεν μπορεί να κατασκευασθεί, ούτε η πράξη εκτέλεσης καθήκοντος μπορεί να αγνοηθεί ούτως ώστε να υπαχθούν κατά παραβίαση της αρχής της ετεροδικίας στη δικαιοδοσία και αρμοδιότητα του τουρκικού δικαστηρίου. Έτσι το τουρκικό κράτος αναγκάστηκε να υποστηρίξει τη δικαιολογία της αναβολής  της δίκης των Ελλήνων αξιωματικών.
Η Τουρκία, ως κράτος μέλος των Ηνωμένων Εθνών αναλαμβάνει  την διεθνή ευθύνη  των παραπάνω αξιόποινων πράξεων των κρατικών οργάνων της για την παράνομη σύλληψη –κράτηση – φυλάκιση των Ελλήνων στρατιωτικών εν καιρώ ειρήνης, έναντι των αρμοδίων οργάνων της διεθνούς κοινότητας, διότι δεν εκπλήρωσε τις διεθνείς υποχρεώσεις της  για αποτελεσματική εφαρμογή των διεθνών κανόνων και αρχών.
Η Τουρκία παραβιάζει τη διεθνή και διμερή υποχρέωση της για συνεργασία με την Ελλάδα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, για την άσκηση της δικαιοδοσίας  της για ποινική δίωξη και τιμωρία των τουρκικών κρατικών οργάνων  για  όλες τις  τρομοκρατικές πράξεις, που αφορούν τη σύλληψη – κράτηση – των Ελλήνων ομήρων αξιωματικών, καθώς και για την παροχή υψίστης βοήθειας για την Απελευθέρωση τους όπως προβλέπουν οι διατάξεις του Προοιμίου και  του άρθρου 11 της διεθνούς Σύμβασης κατά της σύλληψης – κράτησης ομήρων του 1979, που έχει  κυρώσει η Τουρκία και η Ελλάδα, για εφαρμογή μέτρων μείωσης της διεθνούς τρομοκρατίας κατά το Ψήφισμα της ΓΣ/ΟΗΕ-(1994) και σχετικές Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας καθώς και σύμφωνα με τη Διμερή Συμφωνία Ελλάδας – Τουρκίας περί συνεργασίας του Υπουργείου  Δημοσίας Τάξης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της  Δημοκρατίας Τουρκίας για τη καταπολέμηση του εγκλήματος ιδιαίτερα τρομοκρατίας, που κυρώθηκε με τον Ν.2926/2001
Επιπρόσθετα, η Τουρκία με την ομηρία των Ελλήνων στρατιωτικών, παραβιάζει τους κανόνες και τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, τις διεθνείς διατάξεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και γενικά του ανθρωπιστικού δικαίου, της Τελικής Πράξης Ελσίνκι του 1975  για την μη άσκηση βίας και διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και της ασφάλειας , την προώθηση των φιλικών σχέσεων μεταξύ των  κρατών και σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κρατών για την ειρηνική συνύπαρξη τους.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα, προσέφυγε με σχετικό έγγραφο ή προφορικά <στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και τον ενημέρωσε για την παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας για τη <σύλληψη> των δύο στρατιωτικών και ζήτησε να μεταφερθεί μήνυμα στη Τουρκία για την ανάγκη ταχείας και θετικής έκβασης στην υπόθεση>. Είναι γνωστό ότι ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ δεν διαθέτει την εξουσία να επιβάλλεται στις κυβερνήσεις  για τις εκδηλώσεις της τρομοκρατίας, όπως είναι η ομηρία. Όμως  το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ,  κυρίως με την Απόφαση του 1373(2001), στο πλαίσιο του Κεφαλαίου VΙΙ του ΧΗΕ, είναι το αρμόδιο όργανο  για την αντιτρομοκρατική δράση του Οργανισμού ΗΕ και για την επίβλεψη των κρατών για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Το Ελληνικό κράτος έχει διεθνή ευθύνη  να αναφέρει  εγγράφως
1.  στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, τις τρομοκρατικές ενέργειες της ομηρίας των Ελλήνων αξιωματικών, που συνιστούν σοβαρή παραβίαση των αρχών και των σκοπών του Χάρτη των ΗΕ , και να ζητήσει να αποφασίσει ότι η παρατεινόμενη άρνηση της Τουρκίας να ελευθερώσει τους ομήρους Έλληνες αξιωματικούς, θέτει σε κίνδυνο την διεθνή ειρήνη και την ασφάλεια και παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα  των ελλήνων στρατιωτικών.
2.  στα αρμόδια όργανα του ΟΑΣΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και να ζητήσει να ερευνηθούν με τη παρουσία τους οι περιστάσεις παράνομης σύλληψης και μην παραταθεί περισσότερο η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ελευθερίας και της ασφάλειας, καθώς και η προσβολή της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας από την παρατεινόμενη κατάσταση ομηρίας των Ελλήνων στρατιωτικών.
Επιπρόσθετα, η Ελληνική κυβέρνηση έχει δικαίωμα να επιβάλλει κυρώσεις οικονομικού χαρακτήρα στο τουρκικό κράτος, όπως η απαγόρευση διέλευσης τουρκικών φορτηγών από το Ελληνικό έδαφος για την Ευρώπη.
Τέλος, σε κάθε περίπτωση, οι γονείς έχουν νόμιμη και ηθική υποχρέωση να  προστατεύσουν άμεσα τα ανθρώπινα δικαιώματα των παιδιών τους, που παραβιάζονται από τη παράνομη σύλληψη – κράτηση – φυλάκιση τους, δηλαδή από τη κατάσταση ομηρίας τους, με προσφυγή σε αρμόδια εθνικά και σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

*Η δρ Κέρη Π. Μαυρομμάτη, είναι δικηγόρος, διδάκτορος  διεθνών σπουδών της Νομικής και μέλος του Ε.ΠΑ.Μ. Μαγνησίας

https://teleytaiaexodos.blogspot.gr/2018/03/drkerh.html

Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Διαφθορά τέκνων

Α. Η παιδική ηλικία ή πως οι «αμαρτίες γονέων» διαμορφώνουν τα τέκνα.
«Τα ψυχικά τραύματα (Η προδοσία, η ταπείνωση, η δυσπιστία, η εγκατάλειψη, η αδικία…), είναι επώδυνες εμπειρίες  της παιδικής ηλικίας που διαμορφώνουν την προσωπικότητα των ενηλίκων, ποιοι είμαστε και πώς αντιμετωπίζουμε τις αντιξοότητες». Lisa Bourbeau
. 
Γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1919 από τον Γεώργιο Παπανδρέου και την αριστοκρατικής καταγωγής (από τον Πολωνό πατέρα της) Σοφία Μινέικο (είχαν πανδρευτεί το 1913).
Στην, σε σύγκριση με τη σημερινή, πολύ πιο συντηρητική και μικρή κοινωνία της τότε Αθήνας των λίγων εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων, έζησε άμεσα υπό την βασική επιρροή της μητέρας του, αφού ο Γ. Παπανδρέου σχεδόν ταυτόχρονα με τη γέννησή του Ανδρέα εγκατέλειψε τη σύζυγό για χάρη της ηθοποιού Κυβέλης Ανδριανού, την οποία πανδρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα. Από την Κυβέλη απέκτησε τον ετεροθαλή αδελφό του Γεώργιο, (δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίζουμε το γεγονός με τα σημερινά κοινωνικά δεδομένα, αφού εκείνη την εποχή η «εγκατάλειψη» της συζυγικής εστίας και το διαζύγιο ήταν κάτι σπάνιο και συνεπώς  δημιουργούσε ιδιαίτερη αίσθηση και ήταν μεγαλύτερος ο αντίκτυπος και οι επιπτώσεις).
Επιπλέον δεν ήταν γόνος μιας χαμένης στην ανωνυμία οικογένειας αφού, τόσο ο Γ. Παπανδρέου (προσκολλημένος στο πολιτικό άρμα του Ε. Βενιζέλου) ανελάμβανε συνέχεια δημόσιες θέσεις (με αποκορύφωμα το Υπουργείο παιδείας  το 1928), όσο και η Σοφία Μινέικο μορφωμένη (σπάνιο για τις αρχές του 20ου αιώνα και όχι μόνο στην υποανάπτυκτη τότε Ελλάδα) και γόνος σημαντικών οικογενειών και από τους δύο γονείς είχε μια αξιοσημείωτη καριέρα.
Είναι φυσιολογικό λοιπόν να υποθέσει κανένας ότι, στην όπως προαναφέρθηκε μικρή και συντηρητική κοινωνία (ιδιαίτερα το αστικό της τμήμα) της Αθήνας του μεσοπολέμου, η εγκατάλειψη της Σοφίας (και του Αντρέα) για χάρη της επίσης διάσημης ηθοποιού Κυβέλης Ανδριανού (γεγονός που μεγιστοποιούσε τον κοινωνικό αντίκτυπο), αποτέλεσε ένα γεγονός που επηρέασε βαθειά τον ψυχισμό του παιδιού που το βίωσε από την βρεφική έως και μετά την εφηβική του ηλικία. Όσο ώριμα και ψύχραιμα και να αντιμετωπίσθηκε η εγκατάλειψη, όσο η φυσιολογική πίκρα για την «προδοσία» και την «αδικία» να έμεινε θαμμένη στην καρδιά της Σοφίας, για χάρη του παιδιού και λόγω υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας, είναι αδύνατο στο κοινωνικό περιβάλλον και ιδιαίτερα στο σχολικό (λόγω της παιδικής αδιακρισίας και σκληρότητας όταν μάλιστα ο πατέρας του ήταν υπουργός Παιδείας αλλά είχε ήδη άλλη οικογένεια) το γεγονός αυτό να μην είχε αντίκτυπο και να μην επηρέασε τον Αντρέα.
Οι επιπτώσεις προκύπτουν από μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν από κοντά το Γ. Παπανδρέου και τον Ανδρέα και είναι πολλές παρά το «προστατευτικό δίχτυ» που απλώνεται συχνά για να προφυλάξει την εικόνα των δημοσίων προσώπων. Το βιβλίο του Π. Αυγερινού που κυκλοφόρησε πρόσφατα είναι μία από τις μαρτυρίες αυτές και έριξε φως σε μία εν πολλοίς άγνωστη πλευρά του Α. Παπανδρέου. Αναφέρει συγκεκριμένα ο συγγραφέας:    «Με πήρε στο τηλέφωνο η Μαργαρίτα και μου ζήτησε να ανέβω στο Καστρί γιατί ο Ανδρέας δεν είναι καλά. Τον βρήκα αμίλητο σε μια πολυθρόνα, με τη ρόμπα του. Τον συνόδεψα στον ψυχίατρο και η διάγνωση ήταν βαριάς μορφής κατάθλιψη. (...) Ιατρικά αυτή η κρίση αναφέρεται ως "διπολική διαταραχή» iefimerida.gr. Ο συγγραφέας «μιλώντας στον Κωνσταντίνο Ζούλα της Καθημερινής, αποκάλυψε πως όταν ο Ανδρέας άκουσε τη διάγνωση δεν εξεπλάγη, γεγονός που τον έκανε να πιστεύει ότι ήξερε από παλιά την ασθένειά του» iefimerida.gr, και «περιγράφει τον Ανδρέα ως άνθρωπο με «στερητικά πλέγματα», που μέχρι το τέλος του αρνούνταν να μεγαλώσει. «Ήθελε να ζει ως έφηβος».  iefimerida.gr
Η ενασχόληση με προσωπικά ζητήματα και ιδιαίτερα υγείας όπως αυτό, μάλιστα όταν πρόκειται για νεκρούς, θα ήταν ίσως κατά μία έννοια «τυμβωρυχία» αν δεν επρόκειτο για ιστορικά πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας και των οποίων η πολιτικές και η δράση εξακολουθούν να επηρεάζουν ακόμα και σήμερα καθοριστικά τις ζωές μας.
Από αυτή τη σκοπιά και μόνο αξίζει, ή ενδεχομένως θα ήταν ορθότερο να πούμε ότι είναι αναγκαία, η αναζήτηση των αιτίων που καθόρισαν την αντιφατική προσωπικότητα του Αντρέα στις διάφορες φάσεις της ζωής του και να εξετάσουμε αν αυτή η «αντιφατικότητα» ήταν πραγματική ή ήταν μια, κάθε φορά νέα «προσαρμογή στις συνθήκες». Δηλαδή πως εξηγείται σε κάποιες περιόδους να χαρακτηρίζεται από μια εκρηκτική «επαναστατικότητα» με έκδηλο «αριστερό» ή καλύτερα «αριστερίστικο» προσανατολισμό και σε άλλες να είναι ένας αστός απόλυτα προσαρμοσμένος στην «καθεστηκυία» τάξη.
Σε αυτή την περίπτωση, η πρώτη περίοδος που πρέπει να ανιχνευθεί είναι η περίοδος από την γέννησή του μέχρι την «φυγάδευσή» του ή την «απόδραση» του (28 Μαΐου 1940) αν προτιμάτε από τον πόλεμο που σπάραζε της Ευρώπη και που ήταν ήδη εμφανές ότι από ώρα σε ώρα θα έριχνε στην «κρεατομηχανή» του την Ελλάδα και τον λαό της.
Σε αυτά τα 20 πρώτα χρόνια της ζωής του ο Ανδρέας διαμορφώθηκε (όπως όλοι οι άνθρωποι) ως χαρακτήρας. Αναμφισβήτητα η εγκατάλειψη του ίδιου και της μητέρας του Σοφίας, για χάρη της Κυβέλης, από τον Γ. Παπανδρέου έπαιξε καθοριστικό ρόλο όχι μόνο όσον αφορά τα αισθήματά του απέναντι στον πατέρα του[1] αλλά και όσον αφορά την μετέπειτα ζωή του και τις πολιτικές του επιλογές.
Δεν είναι ίσως τυχαία η εμπλοκή του, αυτήν την περίοδο στην παρέα των Τροτσκιστών που οδήγησε στη σύλληψή του από το καθεστώς Μεταξά. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παρά τον διχασμό της χώρας  που ξεκίνησε το 1915, (ο οποίος στην ουσία αφορούσε πρόσωπα και επιφανειακά μόνο τη μορφή του πολιτεύματος), δεν υπήρχε διαφορά σχετικά με την αντιμετώπιση των κομμουνιστών. Μάλιστα το «Ιδιώνυμο» (N.4229/24 Ιουλίου 1929 (ΦΕΚ 245/Τεύχος Πρώτον/25 Ιουλίου 1929), του οποίου στόχος «ήταν η ποινικοποίηση των "ανατρεπτικών" ιδεών, ιδιαίτερα η δίωξη κομμουνιστών, αναρχικών και η καταστολή των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων» Wikipedia, ψηφίστηκε το 1929 από την Κυβέρνηση Βενιζέλου στην οποία ο Γ. Παπανδρέου ήταν Υπουργός παιδείας.
Δεν είναι βέβαια σπάνιο το φαινόμενο της «εξέγερσης» των γιών εναντίον των δοξασιών των γονιών τους αλλά συνήθως η αιτία είναι ενδοοικογενειακή. Στην περίπτωση του Ανδρέα το τέλος αυτής της εξέγερσης κάθε άλλο παρά ηρωικό και ένδοξο ήταν, αφού είχε ως αποτέλεσμα να γίνει ο αίτιος, είτε λόγω αμέλειας είτε λόγω (συγγνωστής σε κάθε περίπτωση αδυναμίας), να συλληφθούν οι «σύντροφοί» του και να διαλυθεί το δίκτυο. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο διακεκριμένος φιλόσοφος Κ. Καστοριάδης ο οποίος κατηγορούσε τον Αντρέα ότι τον κατέδωσε στην Ασφάλεια ως τροτσκιστήΕΘΝΟΣ»). 
Σε κάθε περίπτωση προφανώς αυτό το γεγονός επανέφερε στην επιφάνεια το συναίσθημα της «ταπείνωσης» αφού είχε δύο επιπτώσεις. Αφ’ ενός να πληγεί το «κύρος» του «επαναστάτη», και αφ’ ετέρου να αναγκαστεί να δεχθεί και πάλι την, επιβαρυντική για τον ψυχισμό του, «γονική φροντίδα» εναντίον της οποίας εν μέρει επαναστατούσε. Γιατί είναι δεδομένο ότι τόσο η αντιμετώπισή του από την δικτατορία όσο και η εν συνεχεία «φυγάδευσή» του στην ασφάλεια (μακριά από τα πεδία των μαχών) της υπερατλαντικής Αμερικής, παρά το «κομουνιστικό» του παρελθόν, δεν θα ήταν δυνατή σε κανέναν ανώνυμο συνομήλικό του. Ούτε η άδεια αναχώρησης θα είχε δοθεί ούτε πολύ περισσότερο η visa[2] θα είχε εξασφαλισθεί.
Αυτή είναι λοιπόν η πρώτη περίοδος της ζωής του Ανδρέα Παπανδρέου που εξελίχθηκε στο αστικό περιβάλλον της Αθήνας του μεσοπολέμου. Μιας εποχής που χαρακτηριζόταν από τον εθνικό διχασμό, τα αλλεπάλληλα εκατέρωθεν «κινήματα», και τις απόπειρες «κινημάτων». Τις πολιτικές δολοφονίες και τις απόπειρες δολοφονιών. Τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες που δημιουργούσαν χάσματα μεταξύ των «Βορείων προαστίων» από τη μια και της προσφυγιάς και της αγροτιάς από την άλλη. Της προνομιούχου ελίτ που μορφωνόταν και σπούδαζε αποτελώντας μια ζηλευτή εξαίρεση σε έναν πληθυσμό που μαστιζόμενος από φτώχεια (αρκεί να αναλογιστούμε ότι σχεδόν τα 2/3 της Ελλάδας ήταν ελεύθερα λιγότερο από 10 χρόνια και επιπλέον 1 στους 5 ήταν πρόσφατα ξεριζωμένοι Μικρασιάτες), την οποία δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε με τα δεδομένα που έχουμε βιώσει, ήταν αδύνατο στην πλειοψηφία του ακόμα και στο Δημοτικό σχολείο να φοιτήσει.  Με δεδομένα τις δυσχερείς μετακινήσεις και την ανυπαρξία των σημερινών (μόνο εφημερίδες, οι κρατικοί ραδιοσταθμοί και ελάχιστα ραδιόφωνα υπήρχαν) Μ.Μ.Ε. ήταν δυο ξεχωριστοί και απομονωμένοι κόσμοι. Αν ζούσες στην Κηφισιά ή στο Ψυχικό δεν μπορούσες να διανοηθείς τη ζωή στα προσφυγικά μέσα στα λασπόνερα της Καλλιθέας και της Κολοκυνθούς ούτε στις παγωμένες χαμοκέλες της υπαίθρου. Με τα δεδομένα της εποχής μπορούσες να ονειρεύεσαι εκ του ασφαλούς επαναστάσεις αν ανήκες στην τυχερή «βολεμένη» μειοψηφία. Για την πλειοψηφία η αγωνία ήταν για τον επιούσιο. Για το ξεροκόμματο της επόμενης μέρας. Αλλά το να ανήκεις στους προνομιούχους και να είσαι ή να γίνεις επαναστάτης ήταν μια άλλη μα τελείως άλλη ιστορία. Γι’ αυτό και στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως γίνεται κατά κανόνα, η εφηβική «ονειροπόληση» του Αντρέα κατάληξε σε μια ταπεινωτική «απόδραση».
Έτσι, τελειώνοντας το πρώτο κεφάλαιο της ζωής του, το Μάιο του 1940 έφτασε στις Η.Π.Α. βάζοντας ανάμεσα στον εαυτό του και τον πόλεμο έναν ολόκληρο ωκεανό.

Αντώνης Αντωνάκος
02-02-2017




[1] «Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ο Ανδρέας ήταν παιδί χωρισμένων γονέων. Και ήταν παιδί της Σοφίας Μινέικο, η οποία υποτίθεται ότι βασανιζόταν ψυχικά εξαιτίας των απιστιών του συζύγου της Γεωργίου Παπανδρέου. Ο πατέρας, δηλαδή, ήταν, για τον Ανδρέα, είδος βασανιστή της μητέρας του!». Απόσπασμα από το βιβλίο «Αποφάσισα να μιλήσω» του Ν. Δεληπέτρου, στενού συνεργάτη του Γ. Παπανδρέου.
[2] Άσχετα με τις «δηλώσεις μετανοίας» που έπρεπε να υπογραφούν στην ασφάλεια του Μανιαδάκη, για την εξασφάλιση της άδειας εισόδου στις Η.Π.Α. έπρεπε να δηλωθεί ότι «δεν ήταν κομμουνιστής» (Ν. Δεληπέτρος) αλλά προφανώς όταν υπήρχε παρελθόν η δήλωση δεν αρκούσε.


Β. Ο «ωραίος» αν και εν υπνώσει «επαναστάτης» ή ο «βολεμένος οπορτουνιστής»;
Η δεύτερη φάση της ζωής του Αντρέα στις Η.Π.Α. ξεκινάει με αλλαγή επαγγελματικής κατεύθυνσης. Παρά το γεγονός ότι είχε κάνει ήδη τριετείς σπουδές στη Νομική Αθηνών εγκαταλείπει τις νομικές σπουδές και στρέφεται στα οικονομικά. Δεν γνωρίζω τι μπορεί να προκάλεσε την εγκατάλειψη ήδη αποκτημένων γνώσεων και μιας επιστήμης η οποία στις Η.Π.Α. οδηγούσε και οδηγεί σε ένα πολύ προβεβλημένο και προσοδοφόρο επάγγελμα για ένα καινούργιο ξεκίνημα.
Οι πολιτικοί, ιδιαίτερα τότε στην Ελλάδα, ήταν κατά μεγάλη πλειοψηφία νομικοί. Αλλά αφ’ ενός ο Αντρέας, ιδιαίτερα στην κατάσταση που ήταν τότε, προφανώς δεν σκεφτόταν την πολιτική καριέρα, τουλάχιστον την συνηθισμένη, ίσως και από αντίδραση στον πατέρα του, αφ’ ετέρου πιθανόν οι οικονομικές επιστήμες ταίριαζαν περισσότερο στον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του.
Συγκεκριμένα  θα μπορούσε κάποιος, έστω και καθ’ υπέρβαση, να ισχυρισθεί ότι η επιστήμη του Δικαίου είναι πολύ «γήινη» αφού εδράζεται σε αυστηρά οριοθετημένους και θεσμοθετημένους κανόνες ενώ η οικονομική επιστήμη είναι επιστήμη του «αέρα» που αφήνει περιθώρια για ανάπτυξη σεναρίων και ακροβατικών σχεδιασμών βασισμένων σε υποθέσεις που πάρα πολλές φορές έχουν σημαντικό βαθμό αυθαιρεσίας και διαψεύδονται δίχως οι υπεύθυνοι επί της ουσίας να λογοδοτούν. Είναι χαρακτηριστικό επί του προκειμένου το απόφθεγμα του ψυχιάτρου Peter J. Lawrence,  σύμφωνα με το οποίο «οικονομολόγος είναι αυτός που θα ξέρει αύριο γιατί δεν συνέβησαν σήμερα αυτά που προέβλεψε χθες».
Το παράδοξο όμως είναι ότι, σύμφωνα με τον Σπύρο Δράινα, «Χάρη στον Λαγουδάκη ο Παπανδρέου κατάφερε, μέσα σε λίγους μόνο μήνες αφότου έφτασε στις ΗΠΑ, να μπει στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για μεταπτυχιακές σπουδές στα οικονομικά[1]. […] υποστήριξε με επιτυχία τη διδακτορική διατριβή του στις 5 Οκτωβρίου του 1943. Το θέμα της, «Το είδος και το εύρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας»»[2].
Αυτό προκαλεί εύλογες απορίες αφού ο Ανδρέας στην Νομική άρχισε να φοιτά το 1937. Δηλαδή μέχρι την αναχώρησή του (μέσα Μαΐου 1940) για τις Η.Π.Α. είχαν παρέλθει μόνο 2,5 έτη. Πως και πότε ολοκλήρωσε τις σπουδές του για να μπορέσει να αρχίσει «μεταπτυχιακές σπουδές» και μάλιστα στο Χάρβαρντ.
Την χρονιά λοιπόν που η χώρα έμπαινε στη μεγάλη περιπέτεια του πολέμου ο Αντρέας άρχιζε, από τις σπουδές του στις Η.Π.Α., να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Την ίδια ώρα οι παλιοί συμμαθητές, οι παλιοί συμφοιτητές και οι φίλοι του πολεμούσαν ηρωικά και πέθαιναν στα παγωμένα βουνά της Ηπείρου, γράφοντας νέες σελίδες δόξας ξαναζωντανεύοντας τις ελπίδες και προκαλώντας τον θαυμασμό όλου του κόσμου με τις νίκες κατά της Φασιστικής Ιταλίας. Τον Φεβρουάριο του 1941 ο Αντρέας συνάπτει τον πρώτο του γάμο, με την Χριστίνα Ρασσιά. Η «Εαρινή επίθεση» της φασιστικής Ιταλίας αποκρούεται και ο Ελληνικός στρατός προελαύνει στην Αλβανία. Αμέσως δε μετά την κατάληψη από τη Ναζιστική Γερμανία, ενώ η Κρήτη ήταν ακόμα ελεύθερη (καταλήφθηκε την 1η Ιουνίου), ιδρύθηκε στις 15 Μαΐου η πρώτη αντιστασιακή ομάδα («Ελευθερία») στη Θεσσαλονίκη ενώ στις 30 Μαΐου οι Γλέζος (φοιτητής Α.Σ.Ο.Ε.) και ο 19χρονος Απόστολος Σάντας (φοιτητής Νομικής) κατέβασαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη και στις  11 Σεπτεμβρίου ιδρύθηκε ο Ε.Δ.Ε.Σ..
Τον χειμώνα αυτού του έτους (1941-1942) η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Αθήνα λιμοκτονεί. Στις 300.000 ψυχές υπολογίζονται τα θύματα του λιμού που προκάλεσε ο πόλεμος και η τριπλή (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία) κατοχή της χώρας. Ο Ανδρέας ασφαλής και αμέτοχος συνεχίζει τις σπουδές του ενώ οικονομικά στηρίζεται (σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ν. Δεληπέτρος[3]) σε εμβάσματα από την κατεχόμενη Ελλάδα(;;;) και στο μισθό της εργαζόμενης συζύγου του. Ακολουθώντας με μεγάλη επιτυχία τα σχέδια που «είχαν δρομολογηθεί πριν φύγει από την Ελλάδα» και στα οποία καθοριστικό ρόλο έπαιξαν ο Όμηρος Ντέιβις, (τότε πρόεδρος του Κολλεγίου Αθηνών) και ο Χαρίλαος Λαγουδάκης (τέως κοσμήτορας του Κολλεγίου και μετέπειτα στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ). Πάντα μακριά από τον πόλεμο αφού μπορεί τελικά οι Η.Π.Α. να εγκατέλειψαν αναγκαστικά την αρχική ουδετερότητά τους και να ενεπλάκησαν στην παγκόσμια σύρραξη, (μετά την επίθεση στις 2 Δεκεμβρίου του 1941 της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ της Χαβάης), αλλά τα εδάφη της Αμερικής έμειναν μακριά από τα πεδία των μαχών ως το τέλος του πολέμου, προστατευμένα από τους δύο ωκεανούς που τα περιβάλουν.
Σημειώνει ο Δράινας: «Λίγους μήνες αφότου πήρε το διδακτορικό του, στις 11 Ιανουαρίου του 1944, κατετάγη στο Ναυτικό για διετή θητεία. O Παπανδρέου έκανε το πρώτο μέρος της θητείας του στο Ναυτικό σε στρατιωτικό νοσοκομείο»[4] . Σύμφωνα με τον βιογράφο του[5] ο Ανδρέας υπηρέτησε κατ’ αρχήν σε στρατιωτικό νοσοκομείο επειδή «σε ερώτησή τους αν είχε κάνει μαθήματα βιολογίας απάντησε θετικά, πως είχε παρακολουθήσει στο Κολλέγιο Αθηνών…».
Τρείς μήνες μετά την κατάταξή του στον στρατό  των Η.Π.Α. (προφανώς προκειμένου να πάρει την Αμερικανική υπηκοότητα), στις 26 Απριλίου του 1944, «οι Άγγλοι διόρισαν τον Γεώργιο Παπανδρέου πρωθυπουργό της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης…»[6]. Είχε αναδειχθεί νικητής σε έναν αγώνα δρόμου των επιγόνων του Ε. Βενιζέλου για την εξουσία αντικαθιστώντας τον Σοφοκλή Βενιζέλο ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Καθοριστικό ρόλο γι’ αυτήν την τοποθέτηση έπαιξε η επιστολή-υπόμνημα που είχε υποβάλει στους Άγγλους ο Παπανδρέου και στην οποία μεταξύ άλλων υποστήριζε ότι: «Η ταυτότης συμφερόντων Ελλάδος και Αγγλίας για πρώτη φορά στην ιστορία είναι απόλυτος […] Σήμερον όμως σχηματίζεται νέα μορφή του παγκοσμίου ανταγωνισμού. Δύο παγκόσμια μέτωπα διαμορφούνται: Ο Κομμουνιστικός Πανσλαβισμός και ο Φιλελεύθερος Αγγλοσαξoνισμός, […] Μόνον μέσα εις την Σοσιαλιστική Πανευρώπη, επικουρουμένη από την ηθική και υλική δύναμιν του Φιλελευθέρου Αγγλοσαξονισμού, ημπορεί και η Ελλάς να εύρη το αίσθημα της ασφαλείας της απέναντι του καταθλιπτικού κινδύνου του Κομμουνιστικού Πανσλαβισμού»[7].
Η «πρόσδεση» στον «Φιλελεύθερο Αγγλοσαξωνισμό» και η, κατ’ αποτέλεσμα, πρωθυπουργία του Γ. Παπανδρέου δημιούργησε για τον Ανδρέα νέες ευκαιρίες και προοπτικές. Ήδη, «τον Ιούλιο του 1944, έπειτα από μεσολάβηση του πατέρα του, πήρε μια ολιγοήμερη άδεια απ’ το Πολεμικό Ναυτικό για να προσφέρει ως εμπειρογνώμονας!!! τις υπηρεσίες του... στην ελληνική αντιπροσωπεία που συμμετείχε στη Νομισματική και Χρηματοπιστωτική Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στο Μπρέτον Γουντς»[8]. Η αποτυχία του Γ. Παπανδρέου να ελέγξει την κατάσταση που δημιούργησε η προσπάθεια του Ε.Λ.Α.Σ. να καταλάβει την εξουσία και η αδυναμία που επέδειξε εμπρός στις δύσκολες περιστάσεις τον «αποκαθήλωσαν» στα μάτια του Τσόρτσιλ οδηγώντας τον σε «παραίτηση». Προφανώς αυτό άλλαζε τα δεδομένα και τις προοπτικές του Ανδρέα. Επιπλέον η νέα (διορισμένη και αυτή από τους Άγγλους) κυβέρνηση υπό, έναν άλλο επίγονο του Βενιζέλου, τον Ν. Πλαστήρα υπέγραψε τη συμφωνία της Βάρκιζας με το Κ.Κ.Ε. αλλά η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι αβέβαιη αν όχι έκρυθμη ενώ ο πόλεμος συνεχιζόταν.  
Ο Ανδρέας συνέχιζε την θητεία του στο ναυτικό των Η.Π.Α.. Όπως αναφέρει ο Δράινας «η νοσοκομειακή μονάδα όπου υπηρετούσε έλαβε εντολή να μετακινηθεί στις αρχές του 1945 στην Καλιφόρνια με τελικό προορισμό την Οκινάουα, όπου, αρχής γενομένης τον Μάρτιο του 1945, θα διεξάγονταν οι κορυφαίες μάχες του πολέμου με την Ιαπωνία. Τελικά ο Ανδρέας γλίτωσε απ’ το αιματηρό μέτωπο του Ειρηνικού, καθώς το διδακτορικό του στα Οικονομικά τον οδήγησε σ’ ένα μεγάλο ναυπηγείο του Πολεμικού Ναυτικού, κοντά στο Σαν Φρανσίσκο, όπου οι μαθηματικές του δεξιότητες… αξιοποιήθηκαν στην ανάπτυξη τύπων για τη βελτιστοποίηση των εργασιών επισκευής του στόλου».
Αλλά τα «θαύματα» συνεχίζονται δίχως τελειωμό και οι «αόρατοι» άγγελοι – προστάτες του Ανδρέα είναι παντού και πάντα παρόντες. Έτσι εκτός από ειδικός στη νοσηλευτική «λόγω παρακολούθησης μαθημάτων βιολογίας» στο γυμνάσιο, «εμπειρογνώμονας», κάτοχος «μαθηματικών δεξιοτήτων», αυτή τη φορά αναδεικνύεται σε δεινό «μεταφραστή». Γράφει πάλι ο Δράινας: «Η παρουσία του στη Δυτική Ακτή τον έφερε και πάλι σ’ επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Το Σαν Φρανσίσκο ήταν η πόλη όπου, στις 15 Απριλίου του 1945, περίπου πενήντα χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, υπέγραψαν τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ως μεταφραστής για την ελληνική αντιπροσωπεία, ο Παπανδρέου ήταν γι’ άλλη μια φορά παρών σε μια κρίσιμη στιγμή για τη δημιουργία του μεταπολεμικού κόσμου…».
Η ομαλή πορεία στην ακαδημαϊκή ζωή των Η.Π.Α. αρχίζει μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας το 1946. Παραδίδει μαθήματα στα θερινά τμήματα διδασκαλίας του Χάρβαρντ (καλοκαίρι 1946),  συντονιστής για τις εισαγωγικές συνεδρίες συζητήσεων στα Οικονομικά (1946-1847) στο ίδιο πανεπιστήμιο. Από το Φθινόπωρο του 1947 μέχρι το 1956 το πανεπιστήμιο της Μινεσότα αποτελεί την έδρα του και στη συνέχει μετακινείται, το Φθινόπωρο του 1956 στο Μπέρκλεϊ. Είναι δίχως αμφιβολία ένα ιδιαίτερα προικισμένο άτομο με ξεχωριστές ικανότητες στην ομιλία, στην επικοινωνία και τις δημόσιες σχέσεις καθώς επίσης και στους «πολιτικούς» ελιγμούς. Αμέσως μετά τον εμφύλιο (1950) ο Γ. Παπανδρέου αγωνίζεται να τον πείσει να επιστρέψει στην Ελλάδα[9].
Το πιθανότερο είναι ότι αυτό θα είχε συμβεί αν οι επίγονοι του Ε. Βενιζέλου δεν είχαν αποδειχθεί τόσο ανίκανοι και αφοσιωμένοι στην μάχη αλληλοεξόντωσης ώστε να καταρρεύσουν παρά τις δύο εκλογικές νίκες τους το 1950 και το 1951. Είναι χαρακτηριστική της αποτυχίας τους η συνεργασία και η εκλογή το 1952 του ίδιου του Γ. Παπανδρέου με τον Συναγερμό του Α. Παπάγου απέναντι στους πρώην «συντρόφους» του στους Φιλελευθέρους.
Όλα αυτά τα χρόνια και ενώ η χώρα μετά τον πόλεμο και την κατοχή πλήρωνε βαρύ φόρο αίματος στη διάρκεια του εμφυλίου ο Ανδρέας σιωπούσε. Ούτε η Αριστερή του συνείδηση επαναστατούσε, ούτε η ανάγκη να συμπαρασταθεί σε «πρώην συντρόφους», ιδιαίτερα όταν κάποιοι από αυτούς οδηγούνταν στο εκτελεστικό απόσπασμα, τον οδήγησε ποτέ σε κάποια σχετική ενέργεια ή δραστηριότητα. Η όποια «αντίσταση», αν υπήρχε, ήταν υπόθεση του εσωτερικού του κόσμου, ή «εξομολόγηση» σε έμπιστα πρόσωπα που ποτέ δεν την αποκάλυψαν όταν θα είχε κάποια σημασία.
Όπως σημειώνει ο Δράινας «Η αντίδραση του Παπανδρέου στο Δόγμα Τρούμαν, όταν αυτό ανακοινώθηκε, δεν έχει καταγραφεί πουθενά.», προφανώς γιατί δεν υπήρξε. Ίσως όμως είναι πιο χαρακτηριστικό το περιστατικό, που αναφέρεται στο ίδιο κείμενο, σχετικά με έναν πρώην «σύντροφο» του Αντρέα, στη «φράξια» που είχε δημιουργήσει ο ίδιος επί Μεταξά και που με δική του ευθύνη είχαν οδηγηθεί τότε στην ασφάλεια του Μανιαδάκη. Συνελήφθει στη διάρκεια του εμφυλίου με την κατηγορία της συμμετοχής σε ανταρσία στο ναυτικό και καταδικάστηκε σε θάνατο. Αν και, όπως αναφέρεται στο κείμενο, «Ο Καράμπελας είχε την ευκαιρία να γλιτώσει το εκτελεστικό απόσπασμα αν υπέγραφε μια δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού. Αρνήθηκε όμως να το πράξει, παρότι δεν ήταν κομμουνιστής.».
Είναι απόλυτα φυσικό να υποθέσουμε ότι οι επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεση του Αντρέα ήταν καταλυτικές, αφού συνεχώς διαψευδόταν στην πράξη αυτό που νέος νόμιζε ότι ήταν ή αυτό που ενήλικας θα ήθελε να είναι. Ένας ασυμβίβαστος επαναστάτης. Η ζωή όμως, μετά τη σύλληψή του το 1939, ήταν μια συνεχής διάψευση και μια διαρκής αλυσίδα συμβιβασμών που τον οδηγούσε σε αυτό στο οποίο θα μπορούσε πράγματι να διακριθεί αλλά ο ψυχισμός του δεν μπορούσε να το αποδεχθεί.   
Την ίδια στιγμή οι παλιοί του «σύντροφοι» αγωνίζονταν και πέθαιναν ασυμβίβαστοι με τη σημαία, είτε την εθνική είτε την ιδεολογική, πάντα ψηλά. Επιπλέον η «πατρική ομπρέλα» ήταν πάντα παρούσα, προσφέροντας την αναγκαία κατά καιρούς στήριξη και προστασία, επιβαρύνοντάς τον συναισθηματικά αφού ο Γεώργιος «ήταν, για τον Ανδρέα, είδος βασανιστή της μητέρας του»[10].
Η νέα του σύζυγος, το 1951 είχε χωρίσει τη Ρασσιά για να πανδρευτεί την Μαργαρίτα, και τα 4 παιδιά που απέκτησε μαζί της καθώς και η επαγγελματική του επιτυχία δεν τον «γέμιζαν». Το δικό του «Rosebud»[11] υποφώσκει μέσα του ξανά και ξανά, σκιά ανεξίτηλη της παιδικής του ηλικίας.
Είναι άλλωστε παρούσες στην Αμερικανική κοινωνία δύο «συνθήκες» που συνεχώς του υπενθυμίζουν τον διαρκή συμβιβασμό του με τις κατεστημένες καταστάσεις τις οποίες θα ήθελε να αντιμάχεται. Μετά το τέλος του πολέμου ο αντικομουνισμός στις Η.Π.Α. μετατράπηκε σταδιακά σε υστερία με σημαιοφόρο τον Γερουσιαστή Μακάρθυ. Οι εκκαθαρίσεις, οι διώξεις και κάποιες φορές το «κυνήγι μαγισσών» πήρε ακραίες μορφές κυρίως στο χώρο της τέχνης και των πανεπιστημίων. Η δίκη των Ρόζενμπεργκ και η εκτέλεσή τους το 1953 παρά τις εκκλήσεις για χάρη που απηύθυναν μεταξύ των άλλων ο Αϊνστάιν και ο Πάπας Πίος ΙΒ’ είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Την ίδια περίοδο ο ρατσισμός στις Η.Π.Α. ήταν ιδιαίτερα ισχυρός. Σε πολλές πολιτείες απαγορευόταν στους μαύρους να κάθονται στα καθίσματα των μέσων μεταφοράς ή στα παιδιά τους να φοιτούν στα σχολεία των λευκών. Ο ρατσισμός ήταν έντονος ακόμα και τη δεκαετία του 60, προκαλώντας τους αγώνες διαμαρτυρίας και διεκδίκησης ισονομίας και ισοτιμίας των μαύρων. Ένα σύμβολο αυτού του αγώνα ο  Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ δολοφονήθηκε το 1968. Ο Ανδρέας ήταν εκεί και εν γένει σιωπούσε.
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η πορεία των 20 χρόνων από τη «φυγάδευση» του Ανδρέα τον Μάιο του 1940 στις Η.Π.Α. μέχρι την επιστροφή του (16/1/1961). Επέστρεψε για να αναλάβει τις θέσεις του Προέδρου του Κ.Ε.Π.Ε. και του συμβούλου της Τ.τ.Ε. που του προσέφερε ο Κ. Καραμανλής μετά από παράκληση του πατέρα του. Σε τελική ανάλυση, σύμφωνα με τον τελευταίο, τι ήταν στις Η.Π.Α.; «Ένας καθηγητής πανεπιστημίου. Και τι είναι ένας καθηγητής πανεπιστημίου; Ένα τίποτα!» (πηγή Δράινας).
Ο 73χρονος Γ. Παπανδρέου για μια ακόμα φορά «ήταν εκεί», ξυπνώντας πάντα με την προστατευτική παρουσία του αλλά και με τις αχαλίνωτες φιλοδοξίες του – για τον ίδιο αλλά και για τον Ανδρέα - τα «φαντάσματα» και τα συναισθηματικά τραύματα της παιδικής του ηλικίας.

Αντώνης Αντωνάκος
02-02-2017




[1]«… Τα σχέδια ώστε να συνεχίσει τις σπουδές του στις ΗΠΑ ο Παπανδρέου είχαν δρομολογηθεί πριν φύγει απ’ την Ελλάδα. Ο πρόεδρος του Κολλεγίου Αθηνών Όμηρος Ντέιβις είχε ήδη ενημερώσει τον πρώην κοσμήτορα και καθηγητή Ιστορίας Χαρίλαο Λαγουδάκη για την επικείμενη άφιξή του. Ο Ανδρέας ήταν ένας απ’ τους αγαπημένους μαθητές του Λαγουδάκη. Όταν το πλοίο του Παπανδρέου έδεσε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, ο Χαρίλαος Λαγουδάκης ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που πήγαν να τον υποδεχτούν. Φτάνοντας, λοιπόν, ο Παπανδρέου είχε και τις συστατικές επιστολές που είχε πάρει απ’ τον Ντέιβις για το Χάρβαρντ και για το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Η βοήθεια που πρόσφερε ο Λαγουδάκης στον Παπανδρέου ήταν ανεκτίμητη, και το ίδιο θα συνέβαινε δύο δεκαετίες αργότερα, στο ξεκίνημα της πολιτικής του σταδιοδρομίας στην Ελλάδα, όταν ο Λαγουδάκης υπηρετούσε πλέον ως ανώτερος αναλυτής των ελληνικών υποθέσεων στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Χάρη στον Λαγουδάκη ο Παπανδρέου κατάφερε, μέσα σε λίγους μόνο μήνες αφότου έφτασε στις ΗΠΑ, να μπει στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για μεταπτυχιακές σπουδές στα οικονομικά,..». Σπύρος Δράινας «Ανδρέας Παπανδρέου-Η γέννηση ενός πολιτικού αντάρτη».
[7] Αντώνης Αντωνάκος: Ο «Γέρος» και η Δημοκρατία 1.
[9] «Στην Ελλάδα, οι τελευταίες μάχες του Εμφυλίου Πολέμου είχαν διεξαχθεί τον Σεπτέμβριο του 1949. Τον επόμενο Μάρτιο, μετά την άρση του στρατιωτικού νόμου, έγιναν οι πρώτες εκλογές μετά τον Εμφύλιο. Τον Απρίλιο ο Γεώργιος Παπανδρέου ορίστηκε υπουργός Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξεως στη βραχύβια κεντρώα κυβέρνηση Πλαστήρα, η οποία τον έστειλε σε επίσημη επίσκεψη στην Ουάσινγκτον τον Αύγουστο. Ο Ανδρέας και η Χριστίνα ταξίδεψαν απ’ τη Μινεσότα για να τον συναντήσουν. Η Χριστίνα θυμάται, όμως, και την αγωνία του Γεωργίου Παπανδρέου για το μέλλον του γιου του: «Αγωνιζόταν να πείσει τον Ανδρέα να επιστρέψει στην Ελλάδα, για να καταλάβει τη θέση που του αξίζει. “Όλη η Ελλάδα σε περιμένει, γιε μου”, έλεγε. “Και τι μπορεί να κάνει ο Ανδρέας στις Ηνωμένες Πολιτείες”, ρωτούσε δραματικά. “Ένας καθηγητής πανεπιστημίου. Και τι είναι ένας καθηγητής πανεπιστημίου; Ένα τίποτα!”».». Σπύρος Δράινας.
[10] «Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ο Ανδρέας ήταν παιδί χωρισμένων γονέων. Και ήταν παιδί της Σοφίας Μινέικο, η οποία υποτίθεται ότι βασανιζόταν ψυχικά εξαιτίας των απιστιών του συζύγου της Γεωργίου Παπανδρέου. Ο πατέρας, δηλαδή, ήταν, για τον Ανδρέα, είδος βασανιστή της μητέρας του!». Απόσπασμα από το βιβλίο «Αποφάσισα να μιλήσω» του Ν. Δεληπέτρου, στενού συνεργάτη του Γ. Παπανδρέου.
[11] «Στα πράγματα που πετιούνται στη φωτιά είναι το παιδικό έλκηθρο του μικρού Τσαρλς στο οποίο είναι χαραγμένη η λέξη rοsebud και που έχει συνδεθεί με το βίαιο αποχωρισμό από τους γονείς του.» Απόσπασμα από κριτική της ταινίας ‘Πολίτης Κέιν».

Γ. Η «μεταμόρφωση» ή «βάτραχος» που έγινε «πρίγκιπας».
«Αλλά η ουδετερότητα του Ανδρέα διάρκεσε ως τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963 – δηλαδή ως τις δύσκολες εκλογές, που το Κέντρο είχε κερδίσει τη σχετική πλειοψηφία: Τη μέρα αυτή ο Ανδρέας κοιμήθηκε ουδέτερος και ξύπνησε Ροβεσπιέρος και Μαρά!» (Νίκος Δ. Δεληπέτρος «Αποφάσισα να μιλήσω.»)
Ο Ανδρέας επιστρέφοντας στην Ελλάδα από τις Η.Π.Α., (όπου προφανώς δεν δίδασκε - σε ένα από τα καλά πανεπιστήμια της «πατρίδας του καπιταλισμού και του Ιμπεριαλισμού» - τα «αγαθά» του Σοσιαλισμού και της οικονομικής και κοινωνικής του οργάνωσης), βρέθηκε σε ένα τοπίο το οποίο χαρακτηριζόταν από την πολιτική κυριαρχία του Καραμανλή. Οι επίγονοι του Βενιζέλου είχαν κατ’ επανάληψη αποδειχθεί «λίγοι». Μετά τις βραχύβιες κυβερνήσεις που είχαν σχηματίσει, ύστερα από τις εκλογικές νίκες τους το 50 και το 51, ηττήθηκαν κατά κράτος στις εκλογές του 52 από τον ΣΥΝΑΓΕΡΜΟ του Παπάγου με τον οποίο εκλέχθηκε ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος και ο Γ. Παπανδρέου. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι τόσο τα ανάκτορα, όσο και ο ξένος παράγοντας είχαν εναντιωθεί στην κάθοδο του Παπάγου στην πολιτική ευνοώντας τις δυνάμεις των παλαιών Βενιζελικών. Το ετερόκλητο μέτωπο που σχημάτισαν με την Αριστερά το 56 και η αποτυχία του απέναντι στην Ε.Ρ.Ε. του Καραμανλή δεν κατάφεραν να τους οδηγήσουν στην επίλυση του βασικού προβλήματος που αντιμετώπιζαν. Του προβλήματος στιβαρής και αδιαμφισβήτητης ηγεσίας. Η συντριβή τους στις εκλογές του 58, στις οποίες η Αριστερά αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση απέναντι στον Καραμανλή περιορίζοντας την εκλογική τους απήχηση στο 20%[1] τους οδήγησε σε προσπάθειες συμπόρευσης με την Ε.Ρ.Ε.
Κατά πάσα πιθανότητα αυτός είναι ο λόγος που ο Ανδρέας δεν ενεπλάκει αμέσως μετά την επιστροφή του με την πολιτική. Δεν πίστευε ότι ο 73χρονος ήδη πατέρας του είχε πολιτικό μέλλον. Γι’ αυτό και – σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Δεληπέτρος – δήλωσε στον Καραμανλή ότι δεν είχε γυρίσει στην Ελλάδα για τον πατέρα του[2].
Λίγο διάστημα μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα δρομολογήθηκαν πολιτικές εξελίξεις. Οι εκλογές του 58 είχαν γίνει στις 11 Μαΐου. Τον Σεπτέμβριο του 61 ο Καραμανλής υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησης του και πρότεινε ως υπηρεσιακό πρωθυπουργό τον «βενιζελικό» Θρασύβουλο Τσακαλώτο. Αντί γι’ αυτόν ο Παύλος διόρισε τον «ανακτορικό» Δόβα, γεγονός που σχετίζεται με τις μετέπειτα εξελίξεις και γι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Την ίδια μέρα (20.9.61) ύστερα από πολλές διεργασίες και πιέσεις από όλες τις πλευρές, προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη της εκλογικής επιτυχίας  του 58 της Αριστεράς, ανακοινώνεται η συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου[3]. Το κεντροδεξιό «μόρφωμα», γιατί περί μορφώματος επρόκειτο, ήταν μια ετερόκλητη συμμαχία 8 κομμάτων και κομματιδίων που δεν έπειθε ότι μπορούσε να σταθεί απέναντι στον Καραμανλή ούτε τους συνιδρυτές του. Είναι λογική λοιπόν η στάση του Αντρέα που δεν βλέπει πολιτικό μέλλον στην Ε.Κ. και ασφαλώς δεν είναι ο μόνος που αναλύει έτσι την κατάσταση. Και ήταν λογική όχι απλώς λόγω της απόστασης που χώριζε το 20,67% του 58 από την πλειοψηφία, αλλά κυρίως γιατί στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εκλογών η ανάπτυξη της χώρας προχωρούσε με εκπληκτικούς ρυθμούς, με αντίκτυπο στο βιοτικό επίπεδο του λαού, και ως παράλληλο και αλληλένδετο αποτέλεσμα η προσωπική ακτινοβολία Καραμανλή είχε εκτοξευθεί. Γι’ αυτό και τα όποια έκτροπα έγιναν, και έγιναν έκτροπα, κατά την προεκλογική περίοδο αφ’ ενός μεν δεν προέρχονταν από την κυβέρνηση - γιατί απλούστατα δεν τα είχε ανάγκη - και αφ’ ετέρου σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και να ανατρέψουν την τεράστια διαφορά (17,15% ή 792.508 ψήφους, ας σκεφθούμε αντίστοιχα τις 70.000 για τις οποίες έχασε η Ν.Δ. το 2000) που τελικά είχε η Ε.Ρ.Ε. (50,81%) απέναντι στην Ε.Κ.(33,66%). Σε κάθε περίπτωση και παρά το γεγονός ότι τα πάντα έγιναν, όχι για να κερδίσει η Ε.Ρ.Ε. ούτε για να μην γίνει η Ε.Κ. κυβέρνηση αλλά, για να μην ξαναγίνει η Αριστερά αξιωματική αντιπολίτευση τα γεγονότα αποτέλεσαν την «χρυσή ευκαιρία» για τον Γ. Παπανδρέου για να κηρύξει τον «ανένδοτο» ο οποίος σε συνδυασμό με άλλα γεγονότα, με κυριότερο τη ολοένα εντεινόμενη σύγκρουση του Καραμανλή με το Παλάτι (πηγή Σωτήρης Ριζάς «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»), δρομολόγησαν τις εξελίξεις οι οποίες έφεραν τον 76χρονο αρχηγό της Ε.Κ. στην εξουσία. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 63, είχε προηγηθεί η παραίτηση Καραμανλή (11/6), η Ε.Κ. πήρε σχετική πλειοψηφία και την ίδια μέρα όπως αναφέρει ο Δεληπέτρος, στενός συνεργάτης του Γ. Παπανδρέου, τελείωσε η μακρά περίοδος της «ύπνωσης» του «πολιτικού αντάρτη» και γεννήθηκε ένας νέος Μαρά ή Τσε.
Αλλά ποιο ρόλο διαδραμάτισε ο Ανδρέας κατά τον 15μηνο «μήνα του μέλιτος» από τις εκλογές του 64 μέχρι τα «Ιουλιανά» του 65 και στη συνέχεια στα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι τη δικτατορία; Όπως ήδη αναφέρθηκε, μέχρι τις 3/11/63 δεν είχε «έρθει στην Ελλάδα για τον πατέρα του», αλλά από την επομένη «περιποιήθηκε τον Καραμανλή σαν να ήταν πατέρας του!...»[4].
Όπως ήδη προαναφέρθηκε για την εκλογική νίκη της Ε.Κ. απαιτήθηκε να «συνεργήσουν» πολλοί και ετερόκλητοι παράγοντες από τους οποίους οι κυριότεροι υπήρξαν α) ή εκλογική επιτυχία της Αριστεράς το 1958 που συσπείρωσε δυνάμεις στην προσπάθεια συγκρότησης «Εθνικής Αντιπολίτευσης», β) τα έκτροπα που σημειώθηκαν κατά τις εκλογές του 61 στην προσπάθεια ακριβώς υλοποίησης του προηγούμενου στόχου («Εθνική Αντιπολίτευση»), γ) στη στράτευση, για τους δικούς λόγους και στόχους, της Αριστεράς στον «Ανένδοτο», δ) στην έμπρακτη εύνοια των ανακτόρων, για την ικανοποίηση των δικών τους επιδιώξεων, προς την Ε.Κ.. Αυτοί οι παράγοντες έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν κατά την διακυβέρνηση για να μην οδηγηθεί το καράβι στα βράχια, όπως τελικά οδηγήθηκε.
Μετά την εκλογή του ο Ανδρέας στις εκλογές του 64, παρά το γεγονός ότι ήταν νεοεκλεγείς, ανέλαβε ένα από τα σημαντικότερα Υπουργεία. Το υπουργείο Προεδρίας. Άρχισε δε αμέσως να λειτουργεί ως πόλος αριστερής αντιπολίτευσης μέσα στο κόμμα απέναντι στον πατέρα του, χρησιμοποιώντας το «ψυχολογικό πλεονέκτημα» που είχε ως «μέσο εκβιασμού»)[5]. Το γεγονός αυτό ήταν φυσικό να προκαλεί εντάσεις μέσα στον πολυκομματικό συνασπισμό που στην ουσία ήταν η Ε.Κ. και δυσαρέσκεια σε παραδοσιακά στελέχη, τα οποία εκτός του ότι είχαν σηκώσει όλο το βάρος του αγώνα για την εκλογική επικράτηση επί πολλά χρόνια, διαφωνούσαν σε σημαντικό βαθμό με πολλές από τις θέσεις και τις πολιτικές που εξέφραζε ο Ανδρέας. Επιπλέον ο «όψιμος αντάρτικος» ακτιβισμός του, έθετε σε κίνηση επικίνδυνες διεργασίες, σε αντιδημοκρατικά μεν μορφώματα, των οποίων όμως το «ξεδόντιασμα» απαιτούσε υπομονή, προσεκτικές κινήσεις και ευρύτερη συναίνεση.
Ένα κορυφαίο ζήτημα στο οποίο εμπλέκεται – σύμφωνα με τον Δεληπέτρο – είναι η ακύρωση της εφαρμογής του σχεδίου «Άτσεσον» για τη λύση του Κυπριακού[6]. Στο βαθμό που αυτή η αιτίαση αληθεύει είναι αρκετή για να τον ενοχοποιήσει για τις δραματικές εξελίξεις στην Κύπρο αλλά και για τις επιπτώσεις τους στην Ελλάδα.
Αυτό που τελικά αποτέλεσε τη θρυαλλίδα η οποία τίναξε την ομαλότητα στον αέρα και άνοιξε διάπλατη τη λεωφόρο για την δικτατορία ήταν η υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Στη βάση της υπόθεσης βρίσκεται η εκχώρηση από τον Γ. Παπανδρέου στον Βασιλιά του «προνομίου» να ορίσει Υπουργούς Άμυνας κατ’ αρχήν τον Παπανικολόπουλο και στη συνέχεια τον Π. Γαρουφαλιά, την δε αρχηγία του Γ.Ε.Σ. «εκχώρησε» στον «βασιλικό» Γεννηματά. Όπως σημειώνει ο Δεληπέτρος «με αυτές τις τοποθετήσεις […] αρκετοί κεντρώοι αξιωματικοί […] νόμιζαν ότι ήταν αποπαίδια. Απάνω σ’ αυτό το έδαφος χτίστηκε ο ΑΣΠΙΔΑ. […] σκοπό είχε την προάσπιση των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του. Αλλά σε λίγο η οργάνωση αισθάνθηκε την ανάγκη ν’ αποκτήσει και πολιτική ηγεσία. Τότε το 1964, τα πράγματα στο σημείο αυτό ήσαν κάπως σκοτεινά. Τώρα, όμως, ξέρουμε, ότι ο αρχηγός και πολιτικός καθοδηγητής της οργάνωσης ήταν ο Ανδρέας!...». Εκτός από τις μαρτυρίες ορισμένων πρωταγωνιστών της υπόθεσης, δεν είναι ασφαλώς τυχαία η αξιοποίηση σχεδόν όλων των στελεχών της οργάνωσης από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σε σημαντικές πολιτικές ή κυβερνητικές θέσεις. Άλλωστε και μια μαρτυρία-εκτίμηση[7] του Κύρκου – σχετικά με τις φιλοδοξίες του Ανδρέα – αν και αναφέρεται σε μεταγενέστερη περίοδο είναι χαρακτηριστική του ψυχισμού του και ενισχύει την άποψη της εμπλοκής του στην οργάνωση η οποία οδήγησε στη διάλυση της Ε.Κ. και στη συνέχεια στην έκρυθμη κατάσταση που είχε απόληξη τη δικτατορία. Εκείνη την εποχή πάντως η Αριστερά απέφυγε να θίξει την «μαύρη τρύπα» στην ιστορία του για λόγους σκοπιμότητας[8].
Αφού λοιπόν εξ αιτίας της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ, στην οποία είχε εμπλακεί ο Ανδρέας, η κυβέρνηση της Ε.Κ. οδηγήθηκε σε μετωπική σύγκρουση με το Παλάτι,  στη συνέχεια το κόμμα διασπάστηκε με την «αποστασία» και άρχισε ο δεύτερος ανένδοτος με τον οποίο άνοιξαν οι πύλες της ανωμαλίας.
Να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα, κομμουνιστικός κίνδυνος ή κίνδυνος ανατροπής του πολιτεύματος δεν υπήρχε. Αυτό που υπήρχε ήταν η ένταση που δημιουργήθηκε στην κοινωνία με την ακραία πόλωση που προκλήθηκε. Η Δημοκρατία δεν αντιμετώπισε τα προβλήματα της με σύνεση και ηρεμία[9]. Και αυτοί που καιροφυλακτούσαν το εκμεταλλεύτηκαν[10]. Δεν υπήρξαν «χρήσιμοι ηλίθιοι» στην πολιτική ηγεσία. Υπήρξαν «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» αλλά το χειρότερο είναι ότι αυτοί που «κρατούσαν τα κλειδιά» ήταν ή συναισθηματικά αδύναμοι ή «αδίστακτοι οπορτουνιστές».
Η συναισθηματική – λόγω ηλικίας και «ενοχών από το παρελθόν – αδυναμία του πατέρα και ο «οπορτουνισμός» του γιού αποτέλεσαν ένα εκρηκτικό μείγμα. Σύμφωνα με την καθ’ υπερβολή εκτίμηση του Δεληπέτρου; «μετά την παραίτησή του από πρωθυπουργός έγινε δικηγόρος του γιού του» αφού «συμμορφωνόταν κατά κανόνα με τις οδηγίες που του έδινε».
Λίγους μήνες πριν από το πραξικόπημα, «αποφάσισε ο Γ. Παπανδρέου – κρυφά από το γιό του! να προβεί σε συμφωνία με το Βασιλιά και τον Π. Κανελλόπουλο για υπηρεσιακή κυβέρνηση που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές» . Ο Ανδρέας το πληροφορήθηκε και: «Σαράντα πέντε κεντρώοι βουλευτές, που βρίσκονταν υπό την άμεση καθοδήγηση του διατύπωσαν έντονη διαμαρτυρία εναντίον της «προδοσίας»». Μόνο η σθεναρή – αυτή τη μοναδική ίσως φορά – στάση του αρχηγού της Ε.Κ. απέτρεψε τελικά την υλοποίηση της ανταρσίας. Με τη συμφωνία για το σχηματισμό της Κυβέρνησης Παρασκευόπουλου ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε εγκαταλείψει πλέον την πολιτική της σύγκρουσης με το Παλάτι – «σύγκρουση και όπου το έβγαζε η άκρη» - και είχε ακολουθήσει την πολιτική του συμβιβασμού – αλλά ενός πλήρους συμβιβασμού «κι όπου το έβγαζε η άκρη»!...
Και καταλήγει ο Δεληπέτρος: «Αργότερα μάθαμε, ότι κατά τη γνώμη του Γέρου «η Κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ήταν η τελευταία ευκαιρία που είχαμε για να αποφύγουμε την επερχόμενη δικτατορία»: «Αλλά δυστυχώς ο γιός μου ο Ανδρέας δεν καταλάβαινε τίποτα»!».

Αντώνης Αντωνάκος
07-02-2017



[1] Η φιλελεύθερη-βενιζελική παράταξη καταποντίστηκε, λαμβάνοντας ποσοστό 20,67%, πληρώνοντας την παροιμιώδη πλέον ενδοπαραταξιακή διαμάχη Σοφοκλή Βενιζέλου και Γεωργίου Παπανδρέου.
[2] «Και καθώς φαίνεται ο Ανδρέας δεν είχε κάνει καλή εντύπωση στον Καραμανλή, γιατί του είχε μιλήσει ασεβώς για τον πατέρα του! Όταν τελείωσε η ευχαριστήρια επίσκεψη, ο Καραμανλής είπε στον Ανδρέα ότι μπορούσε να κάνει τη δουλειά που του είχανε αναθέσει και παραλλήλως να βοηθάει και τον πατέρα του στην πολιτική του. Και είχε προσθέσει, ο Πρόεδρος, ότι ο Ανδρέας, θα μπορούσε να διαδεχθεί μια μέρα τον πατέρα του στην πολιτική. Σε αυτό το σημείο ο Ανδρέας τσίνισε. Να βοηθήσει πολιτικώς τον πατέρα του; Αυτός δεν είχε έλθει στην Ελλάδα για τον πατέρα του! Είχε αποφασίσει να επιστρέψει μόνο όταν διαπίστωσε, ότι ο Καραμανλής, με το έργο του, είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της χώρας!...» («Αποφάσισα να μιλήσω»)
[3] Η Ένωση Κέντρου, που αναγγέλθηκε η ίδρυσή της ανήμερα της ορκωμοσίας της υπό τον Κ. Δόβα υπηρεσιακής κυβέρνησης, στις 19 Σεπτεμβρίου 1961, συγκροτήθηκε από τα πρώην κόμματα: Κόμμα των Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου, Λαϊκό Κοινωνικό του Στ. Στεφανόπουλου, Κόμμα Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη (συνεργαζόμενο κόμμα με την ΕΚ), Προοδευτικό Εργατοτεχνικό του Παυσ. Κατσώτα, ΕΠΕΚ του Σάββα Παπαπολίτη,Δημοκρατικό Κέντρο-Αγροτική Φιλελευθέρα Ένωσις του Ηλία Τσιριμώκου και ένα μικρό δεξιό κόμμα του Θ. Τουρκοβασίλη. Η Ένωση Κέντρου διοικούνταν από οκταμελή επιτροπή της οποίας πρόεδρος ανέλαβε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Wikipedia

[4] «Που ήταν κρυμένος αυτό ο αντικαραμανλικός φανατισμός; Που ήταν κρυμμένος αυτός ο αδιάλλακτος πολιτικός που είχε κοιμηθεί πρόβατο και είχε ξυπνήσει ταύρος; Θέλω να πω ότι από κει και πέρα ο Ανδρέας περιποιήθηκε τον Καραμανλή σαν να ήταν πατέρας του!...» Νίκος Δ. Δεληπέτρος «ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ»
[5] «Είχε γίνει φανερό – ο ίδιος ο Ανδρέας το είχε καταστήσει φανερό – ότι την πατρική παρουσία θα την ανεχόταν μόνο όσο καιρό έκρινε ότι θα του ήταν απαραίτητη. Εν τω μεταξύ μεταχειριζόταν την προνομιακή θέση, που του προσέφερε το επώνυμο Παπανδρέου και ο συγγενικός δεσμός, για να στήσει συστηματικά, ένα δικό του κομματικό «μικρομάγαζο». Αρκεί να σημειωθεί ότι το «μικρομάγαζο», αυτό, στην ακμή του, έφτασε να διαθέτει 40 κεντρώους βουλευτές, που πειθαρχούσαν στις εντολές του Ανδρέα, ακόμη και όταν εδημιουργούντο πολιτικές προστριβές μεταξύ του πατέρα και του γιού! […]Όταν τον έδιωχνε από το σπίτι - γιατί συνέβη μια-δυο φορές και αυτό – υφίστατο βασανιστικές κυρώσεις, που του ήταν αδύνατο να τις υποφέρει: Ο στοργικός γιός δεν άφηνε τα παιδιά του να πηγαίνουν να βλέπουν τον παππού τους!...». Νίκος Δ. Δεληπέτρος «ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ»


[6] «…Προσωπικώς δεν πίστευα ότι ο Γ. Παπανδρέου είχε εγκαταλείψει το σχέδιο «Άτσεσον». Νόμιζα ότι επρόκειτο για κάποιον ελιγμό. Πάντως ή ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα – που προέβλεπε το σχέδιο – είχε απορριφθεί κατόπιν συντονισμένων ενεργειών του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στη Λευκωσία και του Ανδρέα Παπανδρέου στην Αθήνα. Το σχέδιο «Άτσεσον» δεν ήταν μόνο φιλονατοϊκό αλλά ήταν και διχοτομικό, και τελικώς καταγγέλθηκε ως αντεθνικό!...». Νίκος Δ. Δεληπέτρος «ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ»
[7] Ο Ανδρέας θριαμβολογούσε από το εξωτερικό, σκεφτόταν να κηρύξει ένοπλο αγώνα, έβλεπε τον εαυτό του στη θέση του Άρη ή του Γκεβάρα, επικεφαλής στρατιών Ελλήνων που θα επιστρατεύονταν πάλι σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Λ. ΚΥΡΚΟΣ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
[8] «…είχε γεννηθεί το ερώτημα πώς αντιμετωπίζει η ΕΔΑ αυτόν τον νέο παράγοντα, ο οποίος ήρθε με κεντροαριστερές ιδέες, ανοιχτός στον διάλογο, αρνητικός απέναντι σε πολλές πλευρές της πολιτικής του πατέρα του. Τι ήταν αυτό, ήταν ένας ενδεχόμενος κίνδυνος ή ήταν μια δυνατότητα συμμαχίας; Σε αυτό το ερώτημα σκόνταψα. Και πρέπει να πω ότι εγώ με όλη μου τη δύναμη και την επιρροή τάχτηκα υπέρ των καλών σχέσεων με τον νέο παράγοντα. Να μην πάμε σε πολεμική, να μην ανακατώσουμε ότι ο Ανδρέας ήταν ο μέγας απών στη διάρκεια της Κατοχής, αλλά να κοιτάξουμε να δημιουργήσουμε φιλικές σχέσεις αποβλέποντας στο μέλλον.». Λ. ΚΥΡΚΟΣ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
[9] «… Οι διαδηλώσεις ήταν συνεχείς στους αθηναϊκούς δρόμους. Και επρόκειτο για διαδηλώσεις που κατέληγαν κατά κανόνα σε έκτροπα. Ένας ψύχραιμος παρατηρητής έβλεπε ότι υπήρχαν δυνάμεις που σπρώχνανε τα πράγματα προς την ανωμαλία. […] Αυτά τα περί αυθορμήτων λαϊκών εκδηλώσεων είναι δυστυχώς, κατά το πλείστον παραμύθια. […] Ο Γ. Παπανδρέου συνήθιζε να μας λέει: «ο κομμουνισμός είναι ως εκλογική δύναμη περίπου 12%, ως προπαγάνδα 70% και ως πεζοδρόμιο είναι 90%!... γνώριζε λοιπόν πολύ καλά τι προσδοκούσε ο Γ. Παπανδρέου από την ευκαιριακή και πρόσκαιρη πεζοδρομιακή συμμαχία του γιού του με τους κομμουνιστές.» Νίκος Δ. Δεληπέτρος «ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ»
[10] Πολική είναι – μεταξύ όλων των άλλων - η ορθή εκτίμηση των καταστάσεων, και η αποφυγή λαθών τα οποία θα δώσουν την ευκαιρία στον αντίπαλο που ελλοχεύει να τα εκμεταλλευτεί. Για παράδειγμα η λανθασμένη εκτίμηση των πολιτικών και στρατιωτικών δεδομένων το 1974 στην Κύπρο από την χούντα του Ιωαννίδη οδήγησε στην κατοχή και στην de facto διχοτόμηση. Δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία το γεγονός ότι ανατράπηκε με το πραξικόπημα μια συνταγματική κυβέρνηση, ακόμα και αν ο Μακάριος ήταν δικτάτορας ή προδότης η κατάσταση ελάχιστα θα διέφερε. Αυτό απλώς έκανε την επέμβαση της Τουρκίας πιο εύκολα δικαιολογήσιμη. Γιατί στις διεθνείς σχέσεις αυτό που μετράει είναι το δίκαιο του ισχυρού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τους βομβαρδισμούς του 64. Μπορεί η κατάληψη να είχε πραγματοποιηθεί από τότε, αν οι Τούρκοι είχαν εκτιμήσει ότι στρατιωτικά θα ήταν δυνατή και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων θα ήταν ανεκτή. Σε τελική ανάλυση λοιπόν τα «καρκινώματα» υπήρχαν. Υπήρχαν στον απόηχο του διχασμού του στρατεύματος σε δύο «φράξιες» - περισσότερο αντίπαλες επαγγελματικά παρά ιδεολογικά – και είχαν ενισχυθεί από την αιματηρή σύγκρουση του εμφυλίου ο οποίος δημιούργησε θύτες αλλά και θύματα. Γι’ αυτό αυτοί που από ηλιθιότητα, φανατισμό ή ιδιοτέλεια και αλαζονεία τα αγνόησαν έχουν τεράστιες ευθύνες. Και κάτι άλλο το 1940 οι Ιταλοί βύθισαν την «ΕΛΛΗ». Αν δεν αγνοούσαμε τότε την ακραία πρόκληση η Ελλάδα θα είχε καταληφθεί από τον Αύγουστο και όντως ο Μουσολίνι «θα έπινε καφέ σε μία βδομάδα στην Αθήνα». Αλλά και σήμερα διανοείται κάποιος να προτείνει «δυναμική απάντηση» στις καθημερινές – εδώ και δεκαετίες – προκλήσεις της Άγκυρας; Ασφαλώς όχι. Γιατί; Γιατί η εκτίμηση των δεδομένων δεν το επιτρέπει. Αλλά αν αυτά ισχύουν διαχρονικά, γιατί δεν ισχύουν και για την περίοδο 1965-1967;

Δ. Όνειρα θερινής νυκτός ή ο «Φιντέλ της Μεσογείου».
«…Γυρίσαμε στις παραμονές της 21ης Απριλίου και αυτό από ανθρώπους που ζήσανε τη δικτατορία εξ αποστάσεως. Ο Ανδρέας θριαμβολογούσε από το εξωτερικό, σκεφτόταν να κηρύξει ένοπλο αγώνα, έβλεπε τον εαυτό του στη θέση του Άρη ή του Γκεβάρα, επικεφαλής στρατιών Ελλήνων που θα επιστρατεύονταν πάλι σε έναν εμφύλιο πόλεμο, μπούρδες…». Λ. Κύρκος  στον Α. Παπαχελά – Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 03.12.2006

Με την εκδήλωση της δικτατορίας, 8.000 πολίτες συνελήφθησαν. Φυσικά οι περισσότερες συλλήψεις αφορούσαν τον χώρο της Αριστεράς. Από τους πρώτους συλληφθέντες ήταν ο Πρωθυπουργός Π. Κανελλόπουλος και το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας, μεταξύ τους φυσικά και ο Αντρέας. Παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι τον Δεκέμβριο οπότε με διεθνή παρέμβαση ελευθερώθηκε και έφυγε στο εξωτερικό. Καθοριστικό ρόλο στην απελευθέρωσή του και στην άδεια αναχώρησης από την Ελλάδα έπαιξε ο Χ. Λαγουδάκης (καθηγητής του στο Κολλέγιο - τον είχε υποδεχθεί το 1940 στην Αμερική επικεφαλής της ομάδας υποστήριξής - ο όποιος από χρόνια υπηρετούσε πλέον ως ειδικός στο Γραφείο Πληροφοριών και Έρευνας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ)[1].

Μετά την απελευθέρωσή του (η «δήλωση» που αναφέρεται στην υποσημείωση μικρή σημασία έχει αφού είναι φανερό ότι δεν την πίστευε ούτε αυτός που την έκανε αλλά και αυτοί που την δέχτηκαν, απλώς έκαναν ότι την πιστεύουν για να σωθούν τα προσχήματα) αναχώρησε οικογενειακώς για το εξωτερικό και η πρώτη χώρα στην οποία εγκαταστάθηκε ήταν η Σουηδία[2]. Εκεί διδάσκει ως καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο ενώ αναπτύσσει τον αγώνα του κατά της Δικτατορίας που κορυφώνεται με την ίδρυση του ΠΑΚ. Περιοδεύει σε διάφορες χώρες, αναπτύσσει επαφές με πολιτικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους ενώ διατηρεί και επαφές με πρόσωπα στην Ελλάδα τα οποία εμπιστεύεται.

Υπάρχουν προφανώς δύο πλευρές που πρέπει να εξεταστούν γι’ αυτήν την αντιδικτατορική δραστηριότητα του Αντρέα. Πρώτον τα χαρακτηριστικά, ο προσανατολισμός και ο στρατηγικός της στόχος, πέρα από την αυτονόητη επιδίωξη της ανατροπής της δικτατορίας. Δεύτερον τα αποτελέσματά της και ο ρόλος που έπαιξε αυτή στην ανατροπή της χούντας.

Σχετικά με το πρώτο, ο «Αριστερίστικος», φραστικός ακτιβισμός, του Ανδρέα γνωρίζει νέες ημέρες δόξας. Αυτός ο απών, από όλους τους κρίσιμους και επώδυνους αγώνες της Αριστεράς, δεν διστάζει να «καταγγείλει» ακόμα και το Κ.Κ.Ε. για ανεκτική στάση απέναντι στη χούντα. Στη διακήρυξη[3] του ΠΑΚ (Ιούλιος 1972) μεταξύ άλλων αναφέρει: «Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ευθύνη της επίσημης Αριστεράς, γιατί με το «μίνιμουμ» πρόγραμμά της και με την επίμονη έκκλησή της για «ενότητα» - από τον Κωνσταντίνο μέχρι το ΚΚΕ - ουσιαστικά νομιμοποιεί το σύστημα δύναμης που κατέχει την πατρίδα μας», ενώ σε άλλο σημεία αναφέρει: «Στο σημερινό αγώνα του λαού μας, η ηγεσία της επίσημης Αριστεράς αρνείται το χαρακτηρισμό της χουντικής δικτατορίας ως «κατοχής», όπως αρνείται και το ότι ο χαρακτήρας αυτού του αγώνα είναι «εθνικοαπελευθερωτικός»…». Προσπαθώντας να δικαιολογήσει την εκτίμησή του για τη στάση αυτή εξαπολύει κεραυνούς σε όλες τις κατευθύνσεις υποστηρίζοντας ότι: «η εξήγηση για τη θέση της επίσημης Αριστεράς δε βρίσκεται στις μαρξιστικές της αρχές. Βρίσκεται στην πολιτική που ακολουθεί το σοβιετικό μπλοκ. Η διχοτόμηση της Ευρώπης σε δύο στρατιωτικούς συνασπισμούς αποτελεί το θεμέλιο λίθο της «ύφεσης» στην Ευρώπη και της Οστπολιτίκ του Μπραντ…».

Στο ίδιο «Μανιφέστο» (διακήρυξη του ΠΑΚ) της «κατά Ανδρέα» Αριστεράς διαπιστώνει «…κλίμα ανοχής προς την επίσημη Αριστερά στη Δύση…», ενώ διατείνεται επίσης ότι: «…Είναι γεγονός πως στο πλαίσιο της νέας αυτής «τάξης πραγμάτων» στην Ευρώπη οι κυβερνήσεις στρέφονται ολοένα και περισσότερο ενάντια στη «νέα Αριστερά», στους «ριζοσπαστικούς», στους «αναρχικούς» και στους «εξτρεμιστές» – ενάντια σε όλες εκείνες τις δυνάμεις που αρνούνται να αποδεχτούν το σύστημα δύναμης που προωθείται σε βάρος της αυτοδιάθεσης των ευρωπαϊκών λαών…». Άρα υπάρχει κάποια νέα Αριστερά, στην οποία προφανώς τοποθετεί τον εαυτό του και το κίνημά του, η οποία περιλαμβάνει τους «ριζοσπαστικούς»;;;, τους «αναρχικούς» και τους «εξτρεμιστές»!!!
Φυσικά όταν «περιποιείται έτσι την Αριστερά (Κ.Κ.Ε.) δεν θα άφηνε τους «λακέδες του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού» χωρίς να τους τσακίσει. Έτσι για τους Σοσιαλδημοκράτες της Ευρώπης εξαπολύει μύδρους: «…Όταν σοσιαλδημοκρατικές ακόμα κυβερνήσεις επαιτούν από τον Λευκό Οίκο να μην αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα κατοχής από τις χώρες τους, πώς είναι δυνατό να έχουν αντίρρηση στη μετατροπή της Ελλάδας σε φρούριο του ΝΑΤΟ στην ανατολική Μεσόγειο; Και πώς είναι δυνατό να αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τις πιέσεις των δικών τους ντόπιων κεφαλαιοκρατών για να συμμετάσχουν κι αυτοί στο «πλιάτσικο» – στην ασύδοτη μονοπωλιακή εκμετάλλευση του ιδρώτα του ελληνικού λαού;…».
Αλλά δεν είναι μόνο οι δύο υπερδυνάμεις που έχουν δημιουργήσει τη «νέα τάξη πραγμάτων», στο παιχνίδι έχει μπει και η Κίνα. Σύμφωνα πάντα με τη διακήρυξη του ΠΑΚ: «…Η Λαϊκή Κίνα, μετά τα σημαδιακά γεγονότα του καλοκαιριού του 1971, μπήκε κι αυτή στο σκάκι των υπερδυνάμεων. Βαθιά ανήσυχη για τις προθέσεις της Σοβιετικής Ένωσης, βάλθηκε να ενισχύσει την αμερικάνικη επιρροή στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο. Με πράξεις (Αλβανία – Ελλάδα) και με λόγια προτρέπει τους Δυτικοευρωπαίους να προσκολληθούν στο άρμα των Ηνωμένων Πολιτειών – σαν αντίβαρο προς την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης στον ευρωπαϊκό χώρο…».
Ποιες συμμαχίες τελικά μπορούν να υπάρξουν και που θα στηριχθεί ο εξεγερμένος (όταν εξεγερθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις ή μάλλον τα όνειρα του Ανδρέα) λαός απέναντι σε αυτούς που του στερούν την κυριαρχία του; Έχει απάντηση και αυτή είναι η ίδια που συζητούσε και συμφωνούσε με τον Μακάριο όταν «απεργάζονταν» από κοινού την απόρριψη του σχεδίου «Άτσεσον» που προωθούσε ο Γ. Παπανδρέου, η λύση των «αδεσμεύτων» και επίσης αναλύει ότι:  «…Στη Μεσόγειο, στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή υπάρχει μια σειρά από κυβερνήσεις που, άσχετα από το γεγονός πως είναι μακριά ακόμα από την επίτευξη της γνήσιας λαϊκής κυριαρχίας και του γνήσιου σοσιαλισμού, ταυτίζονται με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, και αυτό επειδή προέρχονται από εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα…». Δηλαδή «ονειρεύεται για την Ελλάδα τη «Δημοκρατία» τύπου Λιβύης του Καντάφι ή Συρίας του Χαφέζ Αλ Άσαντ και για τον εαυτό του ασφαλώς την αντίστοιχη επίσης «Δημοκρατική» εξουσία επί του λαού του!!!
Είναι βέβαιο ότι σήμερα ακόμα και οι πιο φανατικοί, εναπομείναντες οπαδοί-νοσταλγοί του Ανδρέα, θα απορούσαν – τουλάχιστον αν δεν ξεσπούσαν σε γέλια – με αυτές τις αναλύσεις και τις θεωρίες. Όμως τότε υπήρξαν πρόσωπα, τα οποία αργότερα αντιμετωπίστηκαν ως «σοβαροί πολιτικοί», τα οποία πείστηκαν από αυτές τις – σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Κύρκου – «μπούρδες».
Αλλά έχει σημασία να δούμε και μερικά ακόμα σημεία της διακήρυξης του ΠΑΚ για να κατανοήσουμε ότι τελικά ο Κύρκος δεν ήταν καθόλου υπερβολικός όταν διατεινόταν ότι ο Ανδρέας έβλεπε τον εαυτό του σαν Άρη ή Τσε. Με ποιους τρόπους θα επιτευχθεί η απελευθέρωση της χώρας και του λαού; Ονειρευόταν εξέγερση-λαϊκή ένοπλη επανάσταση:  «…μόνο η επαναστατική αναμέτρηση με τις δυνάμεις κατοχής προσφέρει την ελπίδα της λαϊκής νίκης…» και αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί γιατί όπως αποφαίνεται: «…Η δυναμική αντίσταση -στο πλαίσιο του απελευθερωτικού αγώνα- είναι όχι απλώς ώριμη ιστορικά στην Ελλάδα αλλά, θα έλεγε κανείς, υπερώριμη. Αν δεν αναπτύχθηκε με επιτυχία ως τώρα, αυτό οφείλεται και σε αντικειμενικούς και σε υποκειμενικούς λόγους…» .
Αναλαμβάνοντας ήδη «επιτελικός αρχιστράτηγος» αυτής της φαντασιακής εξέγερσης καταστρώνει τα σχέδια σύμφωνα με τα οποία: «…Η δυναμική δράση καθεαυτή σ’ αυτή τη φάση δεν απαιτεί μαζική οργάνωση. Απαιτεί καλά εκπαιδευμένη στελεχιακή οργάνωση. Στόχος βραχυπρόθεσμες είναι να κλονίζει με αυξανόμενο ρυθμό την ισορροπία της κατοχής. Να δημιουργεί το απαραίτητο κλίμα αναμέτρησης που θα επιτρέψει και θα προωθήσει τη μαζικοποίηση της μαχητικής πολιτικής δράσης σε όλα τα άλλα επίπεδα. Στόχος της μακροπρόθεσμος είναι η κινητοποίηση των μαζών σε γενικευμένη δυναμική αναμέτρηση, με τη συμπαράσταση και των στρατευμένων παιδιών του λαού μας…».
Επειδή προφανώς με όσα έχουν καταγραφεί δεν μένει καμία αμφιβολία για τη «σοβαρότητα της περίπτωσης»  θα κλείσουμε την «περιήγησή μας στην διακήρυξη του ΠΑΚ με τις αναλύσεις για τη στάση των υπερδυνάμεων όταν θα - ως γνήσιος βολονταριστής είναι βέβαιος ότι θα… γιατί πως αλλιώς θα εκπληρωθούν τα προσωπικά του όνειρα - εκδηλωνόταν το «εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα». Διαπιστώνει ότι: «…ο ελληνικός λαός, κάτω από συγκεκριμένες αλλά προσιτές προϋποθέσεις, μπορεί να αναμετρηθεί επιτυχώς με τη χούντα και να καταλάβει την εξουσία – με τη συμπαράσταση και των στρατευμένων παιδιών του…» και θέτει ερωτήματα: «…Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι: Τι θα κάνει τότε το Πεντάγωνο; Θα κινητοποιήσει τους πεζοναύτες, τον Έκτο Στόλο, την αεροπορία του να καταπνίξει το λαϊκό κίνημα; Αυτό θα σήμαινε ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση…» και αποφασίζει: «…Παρά τις παραχωρήσεις που έχει κάνει η Σοβιετική Ένωση […], είναι πιθανότατο πως η αντίδρασή της σε ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών […]- θα έπαιρνε δυναμική μορφή, δηλαδή μορφή αντιποίνων, που είναι δύσκολο να προβλεφθούν.…».
Όμως δεν είναι μόνο η Ε.Σ.Σ.Δ. που θα «έπαιρνε τα όπλα», για να υποστηρίξει το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα, αλλά  «…Ακόμα και η Κίνα, […], θα είναι δύσκολο να παραμείνει αδιάφορη σε ένα πραγματικά ζωντανό και γνήσια εθνικοαπελευθερωτικό ελληνικό κίνημα»!!!. Όπως λέει και το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρυσό κριάρια και στης Μαρίας την  ποδιά σφάζονται παλληκάρια». Έτσι ακριβώς αν και σήμερα η νεολαία θα έλεγε μάλλον «πες μας τι πίνεις…» ή «από πού παίρνεις τα ληγμένα…».
Και ολοκληρώνεται το «σχέδιο» με την κατανομή ρόλων ανάμεσα στους αγωνιστές (του ένοπλου αγώνα;;;) στο εσωτερικό και τους «αγωνιστές» (του βολικού αγώνα) στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα «…Το εσωτερικό θα αναδείξει τους αγωνιστές και τη νέα ηγεσία […] το εξωτερικό μπορεί και πρέπει να προσφέρει όχι την ηγεσία αλλά την επιτελική δουλειά του αγώνα. Επιτελικό κέντρο, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, δε νοείται μέσα στην Ελλάδα…». Επειδή θα αναρωτιέστε πως γίνεται η ηγεσία να είναι στο εσωτερικό και το επιτελείο στο εξωτερικό σας πληροφορώ ότι αυτό σας συμβαίνει επειδή είσαστε συντηρητικοί, ρεφορμιστές ή δεν κατανοείτε την «ιστορική αναγκαιότητα» του «τρίτου δρόμου για το σοσιαλισμό!!!». Και επειδή κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι, «να ο Ανδρέας ήταν υπεράνω, άφηνε την ηγεσία στους αγωνιστές του εσωτερικού», οφείλουμε να τονίσουμε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει πιστευτό μόνο από περιπτώσεις «αθεράπευτης αθωότητας».
Είναι χαρακτηριστικό ότι, για να μην αμφισβητηθεί η «Καισαρική» ηγεσία του, αρνήθηκε – με διάφορα προσχήματα – μέχρι το τέλος της δικτατορίας τη συνεργασία του ΠΑΚ με κάθε σοβαρή οργάνωση. Γιατί ακριβώς ήξερε ότι μια τέτοια συνεργασία θα οδηγούσε μοιραία στον παραμερισμό του από εκείνους που έκαναν πραγματικό και ριψοκίνδυνο αγώνα και όχι σκιαμαχία εκ του ασφαλούς. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Γ. Χαραλαμπόπουλου, στενού συνεργάτη του Ανδρέα, στο βιβλίο του («ΚΡΙΣΙΜΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 1936-1996»[4]), σε επιστολή «… της 9ης Ιανουαρίου 1973 ο Ανδρέας εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αρνήθηκε τελικά να συνεργαστεί με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις στα πλαίσια ενός Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου (ΕΑΣ)…».
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του συγγραφέα, στις διαπραγματεύσεις το ΠΑΚ (δηλαδή ο Ανδρέας) προσέρχεται με «αδιαπραγμάτευτες θέσεις» στις οποίες μεταξύ των άλλων περιλαμβάνεται η εκτίμηση ότι: «…η κατοχή της χώρας μας δεν θα τελειώσει παρά μόνον αν το κόστος για το Πεντάγωνο γίνει πολύ βαρύ(!!!) για να το αντέξει. Γι' αυτό το δικό μας επιτακτικό καθήκον όσον αφορά το εσωτερικό συνιστάται: […] β) Στη γρήγορη και αποτελεσματική συγκρότηση ομάδων κομάντος για να χτυπήσουν σκληρά τα δίκτυα της χούντας στα πλαίσια ενεργούς και ένοπλης αντίστασης…». Οι «θέσεις», για όσους ασχολούνται από το σχολικό συνδικαλισμό μέχρι την πολιτική, αποτελούν πάντα το «φύλλο συκής» πίσω από το οποίο καλύπτεται η απροθυμία συμφωνίας, συμμετοχής ή συνεργασίας σε κάποια δράση με άλλους.
Έτσι λοιπόν, εντελώς μακριά από την Ελληνική πραγματικότητα – όχι επειδή ζούσε στο εξωτερικό, αλλά επειδή μάλλον βρισκόταν σαν ανώριμος έφηβος και όχι ως ώριμος ενήλικας και μάλιστα ακαδημαϊκός, στον κόσμο της φαντασίας του - σχεδίαζε την «σταυροφορία του»  εναντίον πραγματικών και όχι φανταστικών, όπως ο Δον Κιχώτης, αντιπάλων αλλά με τις ίδιες προϋποθέσεις επιτυχίας, αφού τα μέσα που διέθετε για την επίτευξη του σκοπού του (η «πανοπλία» του, το  «άλογο» του και ο «ιπποκόμος» του) ήταν αντίστοιχα με εκείνα του «ιππότη της ελεεινής μορφής».
Η χούντα τελικά γκρεμίστηκε όχι από την αντίσταση και την εναντίον της δράση και μάλιστα την «ένοπλη», αφού η πρώτη κάθε άλλο παρά δυναμική μπορεί να χαρακτηριστεί ενώ η δεύτερη εκδηλώθηκε (με τη μορφή της τρομοκρατίας) πιο έντονα τον καιρό της Δημοκρατίας παρά τότε, αλλά από την ηλιθιότητα των μελλών της που αγνόησαν τα στρατηγικά δεδομένα δίνοντας στην Τουρκία το άλλοθι για την στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο. Ακόμα και η κορυφαία εκδήλωση της αντιδικτατορικής πάλης, η εξέγερση του Πολυτεχνείου, έλαβε την έκταση που έλαβε και οδήγησε στη δολοφονία τόσων πολιτών επειδή στα πλαίσια της «μετάβασης στην πολιτική διακυβέρνηση» (Μαρκεζίνης) δεν αντιμετωπίστηκε άμεσα, (όπως οι καταλήψεις της Νομικής στις αρχές του ίδιου χρόνου), αλλά αφέθηκε να εξελιχθεί σε ένα τριήμερο γεγονός, με ιδιαίτερα μεγάλη συμμετοχή λαού την τρίτη κυρίως ημέρα (16/11/73), που ήταν πια αδύνατο να κατασταλεί από την αστυνομία.  
Ο Ανδρέας επέστρεψε στην Ελλάδα, σχεδόν ένα μήνα μετά τη μεταπολίτευση, περιμένοντας ίσως ότι η χούντα θα επανακάμψει. Εξακολούθησε να δυναμιτίζει την ομαλή πολιτική και κοινωνική ζωή, αντί να συμβάλλει στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού και ανασυγκρότησης της χώρας, με ακραίες θέσεις αναγκάζοντας τον Κ. Καραμανλή να τον αποκαλέσει «Αριστερά της Αριστεράς».  Οι θέσεις του, ο λόγος του, η οργάνωση που δημιούργησε αποτέλεσε τη μεγάλη μήτρα του Αριστερισμού και του Αυριανισμού στην χώρα.
Οι «απολογητές» του ισχυρίστηκαν πολύ αργότερα ότι ήταν από την αρχή προσανατολισμένος στην αστική δημοκρατία «Δυτικού τύπου». Πρόκειται για μία μεγάλη ανακρίβεια. Ότι έλεγε το εννοούσε, τη στιγμή που το έλεγε. Δεν αποτέλεσε το ανάχωμα στην Αριστερά όπως ισχυρίζονται. Αντίθετα εκείνος δημιούργησε ένα ευνοϊκό πεδίο για τις ιδέες της Αριστεράς, σε σημείο που πολλές έχουν ασυνείδητα εμφιλοχωρήσει πλέον και στους ψηφοφόρους (και όχι μόνο) του Κέντρου και της Δεξιάς.
Δεν υπάρχει κανένα σοβαρό επιχείρημα που να δηλώνει ότι η Αριστερά θα είχε «σαρώσει» λόγω της προηγηθείσας δικτατορίας. Η Πορτογαλία και η Ισπανία, την ίδια περίπου περίοδο, απαλλαγήκανε από πολύ πιο σκληρά καθεστώτα 40 και 35 ετών αντίστοιχα χωρίς η Αριστερά να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο. Αντίθετα στην Ισπανία επανήλθε ακόμα και η Βασιλεία. Δεν ήταν κίνηση εθνικής τακτικής το «έξω η Ε.Ο.Κ. και το Ν.Α.Τ.Ο.», το πίστευε και έκανε και τους φανατικούς οπαδούς του να το πιστεύουν σε σημείο που να προκηρύσσονται (Ο.Λ.Μ.Ε. 12ος/1980) και απεργίες με αυτά τα αιτήματα. Δεν έλεγε ψέματα όταν έκανε σφοδρές επιθέσεις κατά των «επιχειρηματιών και του κεφαλαίου» αντίθετα με την πολιτική του υπονόμευσε τις προοπτικές ανάπτυξης των Ελληνικών επιχειρήσεων. Τα πίστευε και έκανε και τους οπαδούς του να τα πιστεύουν διαμορφώνοντας κοινωνικές αντιλήψεις και καταστάσεις που οδήγησαν στον επιχειρηματικό «θάνατο» χιλιάδες μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις ενώ ήταν ακόμα στην αντιπολίτευση.
Αν και ο Ν. Δεληπέτρος, παλιός και στενός συνεργάτης του πατέρα του, ο οποίος έζησε από κοντά όλα τα γεγονότα και γνώριζε όλους τους πρωταγωνιστές τους, υποστηρίζει[5] ότι όλα αυτά οφείλονται αποκλειστικά στον – αποδεδειγμένο αμοραλισμό -  του Ανδρέα, εγώ δεν το πιστεύω. Σίγουρα έλεγε στο λαό αυτά που ήθελε να ακούσει. Αλλά τα έλεγε επειδή τα πίστευε. Επειδή ικανοποιούσαν και τον δικό του ψυχισμό. Επειδή ήθελε να μπορούσε να τα κάνει και χωρίς αμφιβολία αν του δινόταν η δυνατότητα θα τα έκανε. Θα ήθελε να γίνει ο Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου. Να μπει στο ρουθούνι των Η.Π.Α.. Ήταν ένοχες όχι για ότι έκαναν στην Ελλάδα. Ήταν «ένοχες» γιατί τον δέχτηκαν αυτόν τον «Αριστερό» φυγάδα από τους αγώνες για την εθνική ανεξαρτησία της δεκαετίας του 40. Ήταν «ένοχες» για την 20ετή σιωπή του. Όπως ο πατέρας του ήταν ένοχος όχι μόνο για την «προδοσία» της μητέρας του και του ίδιου, αλλά και γιατί πάντα, μέχρι το θάνατό του, «ήταν εκεί» να τον σκεπάζει με τις προστατευτικές φτερούγες του (και από τις οποίες δεν κατάφερε ποτέ όσο εκείνος ζούσε να απαλλαγεί αφού οι προσπάθειες έμεναν πάντα ημιτελείς μπροστά στις δυσκολίες).
Έτσι, με αυτή την πολιτική, έφτασε το 1981 στην εξουσία. Είχε αποσπάσει το 48% των ψήφων του Ελληνικού λαού, αλλά το κυριότερο ήταν ότι είχε κερδίσει την σχεδόν «τυφλή» πίστη των οπαδών του σε ότι έλεγε και σε ότι έκανε. Είχε τη δυνατότητα, αν πράγματι είχε κερδίσει το στοίχημα της εξουσίας έχοντας ρεαλιστικά στρατηγικά σχέδια στο μυαλό του έστω και αν χρησιμοποίησε αδίστακτα προεκλογικά ψέματα, να απογειώσει τη χώρα που ήταν ήδη το 10ο μέλλος της Ε.Ο.Κ. αλλά ακόμα και πριν από αυτό μια όαση δημοκρατίας, ελευθεριών και ανάπτυξης σε όλη τη Βαλκανική και την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Το τι έκανε στην πραγματικότητα και που οδήγησε την χώρα και την κοινωνία με την πολιτική που ακολούθησε θα το προσεγγίσουμε στο 5ο και τελευταίο μέρος αυτής «ιερόσυλης» αποτύπωσης της ιστορίας του.
Αντώνης Αντωνάκος
11-02-2017



[1] «…Δεν είναι γνωστά περισσότερα στοιχεία για την παρασκηνιακή διαδικασία που οδήγησε στην απελευθέρωση. Κάποιο φως ρίχνει ένα σύντομο σημείωμα, όπου επιγράφεται απλώς «Ανδρέας» και βρέθηκε στα χαρτιά του Χαρίλαου Λαγουδάκη, του έλληνα ειδικού στο Γραφείο Πληροφοριών και Ερευνας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Το σημείωμα φαίνεται ότι αφορά μια επίσκεψη που έκανε στον Ανδρέα μια αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Συμβουλευτικής Συνέλευσης, η οποία ερευνούσε την κατάσταση στην Ελλάδα για λογαριασμό του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου, δύο ημέρες πριν από την απελευθέρωση του Ανδρέα. Έλληνες αξιωματούχοι, περιλαμβανομένου του πρεσβευτή Καλαμίδα, ήταν επίσης παρόντες. Ο Ανδρέας θυμάται πως έγινε μια εκτεταμένη συζήτηση που διήρκεσε δύο ώρες. Ωστόσο, το σύντομο σημείωμα που βρέθηκε στα χαρτιά του Λαγουδάκη αφορά μόνο μια «σχετική ερώτηση», στην οποία ζητήθηκε από τον Ανδρέα να απαντήσει. Σύμφωνα με το σημείωμα, ο Ανδρέας λέει, «όταν απελευθερωθώ και μπορέσω να σχηματίσω τη δική μου απροκατάληπτη άποψη για τα γεγονότα, και αν καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η περαιτέρω παρουσία μου στην πολιτική αρένα μπορεί να βλάψει την ομαλότητα της εθνικής ζωής της Ελλάδας, τότε μπορεί να αποφασίσω να αφήσω την πολιτική και να κοιτάξω την οικογένειά μου και την επιστήμη μου»….». Του Σ. Δραΐνα  ΤΑ ΝΕΑ 23/06/2011
[2] Εκεί, ο Παπανδρέου θα συνάψει σχέση με μια Σουηδή τηλεπαρουσιάστρια, την Ράνια Νιμπλούμ, με την οποία θα αποκτήσει και ένα ακόμη παιδί, μια κόρη εκτός γάμου. http://news247.gr/eidiseis/afieromata/andreas-papandreou/oi-gynaikes-toy-andrea-papandreoy.4129721.html
[5] «Ο Ανδρέας είχε ασυνήθεις ικανότητες μελετητή των ανθρώπων. Και αναμφισβήτητο ταλέντο δημαγωγού. Και είναι αδίστακτος στην εκμετάλλευση των ανθρώπινων αδυναμιών.
Ο Ανδρέας ύστερα, έπειτα από ψυχρή μελέτη, διαπίστωσε ποια είναι τα κύρια ελαττώματα του λαού μας. Και κατόρθωσε, με απόλυτη επιτυχία, να μεταβάλλει όλα τα εθνικά ελαττώματα σε ιδεολογία!
Ο Ανδρέας κατάλαβε ότι βασικό ελληνικό ελάττωμα είναι ο φθόνος. Και ανάδειξε τον ελληνικό φθόνο σε πρώτο κομματάρχη του! Με την καταφορά του εναντίον των «προνομιούχων Ελλήνων», και με την υπόσχεση της υποστήριξης των «μη προνομιούχων Ελλήνων», κατόρθωσε να επιστρατεύσει ολόκληρο το κόμμα των φθονερών. Γιατί δεν υπάρχει Έλληνας που να θεωρεί τον εαυτό του «προνομιούχο». Και δεν υπάρχει, επίσης, Έλληνας που να μην παραπονιέται εναντίον κάποιου άλλου, τον οποίον χαρακτηρίζει ως προνομιούχο…
Είναι αδίστακτος ο Ανδρέας, αλλά είναι ταλαντούχος αδίστακτος. Με την έντονη αντιδυτική του προπαγάνδα κολάκευσε τη σημαντική μερίδα των Ελλήνων που έχουν την τάση να φορτώνουν στους ξένους όλες τις ευθύνες για όσα στραβά κι ανάποδα συμβαίνουν στην Ελληνίδα γη. Με τη συνθηματολογία του έκανε τους Έλληνες ανάλαφρους κι ανεύθυνους. Και έτοιμους να διαπράξουν εναντίον των μόνιμων συμφερόντων τους οποιοδήποτε έγκλημα, χωρίς καμία τύψη:
-       Περήφανε Ελληνικέ λαέ: Κάτω η Ε.Ο.Κ.! Κάτω το ΝΑΤΟ. Κάτω το ξεπούλημα στα ξένα μονοπώλια!...

Ε. Ο «λαός στην εξουσία» ή «η κρυφή γοητεία του λαϊκισμού».
Έτσι λοιπόν μετά από «αγώνες» 40 χρόνων το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Η διαδρομή από την «συνομωσία» των Τροτσκιστών του Κολεγίου μέχρι το θρίαμβο της «Αλλαγής» και του «τρίτου δρόμου για το Σοσιαλισμό» ήταν μεγάλη αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν ιδιαίτερα επώδυνη για τον πρωταγωνιστή της. Μόνο κάτι σκίαζε την ώρα του θριάμβου, υπήρχε ένας μεγάλος απών και χωρίς την παρουσία του ο θρίαμβος έχανε σε λάμψη. Ίσως έχανε το βαθύτερο νόημα του. Η αναγκαία για το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα «πατροκτονία» δεν μπορούσε πια να συντελεστεί.
Ο Αντρέας στην πραγματικότητα ήταν ο πιο ισχυρός κυβερνήτης που είχε η Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Αυτό δεν οφειλόταν στο 48%, άλλωστε αυτό το ποσοστό είχε ξεπεραστεί στο παρελθόν, αλλά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αφορούσαν αφ’ ενός τα στελέχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και αφ’ ετέρου τους οπαδούς του. Όσον αφορά τα πρώτα είναι χαρακτηριστική η φράση ενός στενού συνεργάτη του: «αν δεν ήταν ο Ανδρέας δεν θα μας ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μας», η οποία ίσχυε απόλυτα για την μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών του. Επομένως κανένας στο κόμμα δεν είχε το ανάστημα να αντιταχθεί στην απόλυτη εξουσία του. Ίσως αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που δεν επεδίωξε την ηγεσία της Ένωσης Κέντρου μετά τη Μεταπολίτευση.
Αυτό όμως που στην ουσία τον έκανε πανίσχυρο, ήταν η σχέση που είχε αναπτύξει με τους οπαδούς του. Μια σχέση απόλυτης αφοσίωσης, πίστης και φανατισμού. Για να το πετύχει δεν δίστασε να πολώσει και να διχάσει την κοινωνία απευθυνόμενος στα χειρότερα ένστικτα και όχι στη λογική μιας μεγάλης μερίδας συμπολιτών μας. Το «απόψε πεθαίνει η Δεξιά» που δονούσε τις προεκλογικές συγκεντρώσεις φούσκωνε τα στήθη και τα μυαλά του πλήθους που είχε μετατραπεί σε όχλο, πιστεύοντας ότι αποτελούσε όχι τόσο τους αδικημένους αλλά μάλλον τους «πεφωτισμένους», ένα είδος «περιούσιου λαού» που είχε «δωριθεί» με την «εξ αποκαλύψεως αλήθεια». Έτσι οπλισμένοι με την αλαζονεία που τους έδινε η βεβαιότητα της, ηθικά και πνευματικά, πολιτικής υπεροχής τους δημιούργησαν ή ανέχθηκαν να κυριαρχήσει το είδος του κομματικού στελέχους που εκείνη την περίοδο είχε χαρακτηριστεί ως «πρασινοφρουρός». Ένας εξωθεσμικός αλλά πανίσχυρος παράγοντας εξουσίας πρωτοφανής για τα δημοκρατικά δεδομένα.
Η ανάλυση των βασικών επιπτώσεων της διακυβέρνησης της χώρας από την «Αλλαγή» θα εκτεθεί στη συνέχεια σε τομείς. Συγκεκριμένα θα γίνει μια προσπάθεια προσέγγισης των επιπτώσεων στους τομείς της οικονομίας, των διεθνών σχέσεων, της Δημόσιας Διοίκησης και τέλος στην κοινωνία.
α) Οικονομία: Ο Ανδρέας παρέλαβε μια οικονομία η οποία όχι μόνο δεν είχε σοβαρά προβλήματα αλλά ήταν σε φάση απογείωσης. Η Ελλάδα, έχοντας μόλις γίνει το 10ο μέλλος της Ε.Ε., είχε τη δυνατότητα να προσελκύσει τεράστιο όγκο επενδύσεων. Το Δημόσιο χρέος δεν ξεπερνούσε το 30% του Α.Ε.Π. και η ανεργία ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη (γύρω στο 2%). Το κύριο κύμα της πετρελαϊκής κρίσης λόγω της επανάστασης στο Ιράν είχε απορροφηθεί και οι τιμές του πετρελαίου είχαν αρχίσει να μειώνονται. Όπως σημειώνει ο Ανδρέας Λοβέρδος[1]: «…Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης δεν ήταν η φτωχή χώρα του παρελθόντος. Ήδη από τη δεκαετία του 1950 είχε εισέλθει οικονομικά σε νέο στάδιο. Χάρη στη συμμαχική βοήθεια, την ανάπτυξη του τουρισμού και της ναυτιλίας και την περιορισμένη αλλά αξιόλογη εκβιομηχάνιση που συντελέστηκε μεταπολεμικά, ευρέα στρώματα του πληθυσμού απολάμβαναν, σιγά-σιγά, συνθήκες σχετικής ευμάρειας. Μια αριθμητικά ισχυρή μεσαία τάξη είχε έλθει στα πράγματα…».
Αντί όμως η χώρα να ακολουθήσει την πορεία ανάπτυξης και να απογειωθεί αυτό που συμβαίνει είναι η αποδόμηση της οικονομίας. Σημειώνει στο ίδιο κείμενο ο Λοβέρδος ότι: «…Η υποθήκευση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της χώρας «έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία [...] ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του 'λαού' με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια» (Παναγιώτης Κονδύλης, 1992). Ο λαϊκισμός, λοιπόν, έγινε βασικό στοιχείο όχι μόνο της ρητορείας των κομμάτων, αλλά και της δράσης των συνδικάτων, των κοινωνικών φορέων, των ομάδων πίεσης, των συντεχνιών και των Μ. Μ. Ε…».
Υιοθετώντας το κείμενο του Π. Κονδύλη, ο Λοβέρδος αποδέχεται ότι «υποθηκεύθηκαν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας» και αυτό έγινε από το 1980 μέχρι το 1992 (αφού τότε έχει γραφεί το σχετικό κείμενο). Άρα η «εκάστοτε πολιτική ηγεσία» στην οποία αναφέρεται το κείμενο είναι τελικά η εξής μία, ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ο Θ. Παπανδρόπουλος περιγράφει σε κείμενο του[2] μια συνάντηση που έγινε σε ταβέρνα τον Φεβρουάριο του 1981, δηλαδή 9 μήνες πριν την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία. Μεταξύ των συνδαιτυμόνων ήταν, εκτός από τον Ανδρέα, ο Γεράσιμος Αρσένης. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο:  «…Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι σίγουρος για την εκλογική νίκη του “Κινήματος” στις εκλογές του Οκτωβρίου και η συζήτηση είναι πού θα βρεθούν τα απαραίτητα κεφάλαια για να μοιραστούν […] “Πρόεδρε, δεν υπάρχει πρόβλημα”, λέει ο Γεράσιμος Αρσένης, μετέπειτα τσάρος της οικονομίας, στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. “Το διεθνές σύστημα”, επιμένει, “έχει μεγάλη ρευστότητα και θα βρούμε αρκετό χρήμα να φέρουμε στην Ελλάδα. Εξάλλου, τα επιτόκια είναι χαμηλά, όπως και το ελληνικό δημόσιο χρέος. Υπάρχουν έτσι περιθώρια να αντιμετωπίσουμε και αιτήματα για παροχές […]”.
“Δηλαδή λεφτά υπάρχουν Μάκη”, τονίζει ευχαριστημένος ο Ανδρέας Παπανδρέου. “Θα μπορέσουμε έτσι να δείξουμε στον λαό ότι μοιράζουμε χρήμα. Ποιος ποτέ θα μάθει ότι αυτό είναι δανεικό… Θα λέμε σε όλους τους τόνους ότι είναι το χρήμα του κατεστημένου, που τώρα ανήκει στους Έλληνες…”, προσθέτει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και δείχνει να απολαμβάνει το ουίσκι που πίνει.»!!!
Μπορεί αυτή η αφήγηση να ξενίζει –όχι μόνο τους φίλους αλλά και τους εχθρούς του Ανδρέα- με τον αμοραλισμό της, όμως για όποιον ψύχραιμα μελετήσει όλη τη διαδρομή του θα καταλήξει ότι κατά πάσα πιθανότητα είναι ακριβής γιατί ταιριάζει απόλυτα στον ψυχισμό του. Άλλωστε ο στενός κύκλος των συνδαιτυμόνων (Α. Παπανδρέου, Ά. Τσοχατζόπουλος, Γ. Αρσένης, Κ. Βαΐτσος, Β. Παπανδρέου, Μ. Κουτσόγιωργας, Ν. Πέρκιζας), φανερώνει ότι η «διαρροή» έγινε από άνθρωπο του στενού του περιβάλλοντος.
Η σημαντικότερη επιβεβαίωση όμως προκύπτει από την υλοποίηση αυτής της «πολιτικής» από την κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. την δεκαετία του 80. Πραγματικά όπως γράφει ο Παπανδρόπουλος:  «την περίοδο 1981-1985, […] η Ελλάδα δανείστηκε από το εξωτερικό περί τα 50 δισ. δολάρια, παράλληλα δε εισέπραξε και άλλα 26 δισ. δολάρια από κοινοτικές επιδοτήσεις. […] το δημόσιο χρέος της, από 28% του ΑΕΠ το 1980, είχε εκτιναχθεί στο 47,8% στα τέλη του 1985[2]. Είχε, δηλαδή, σχεδόν διπλασιασθεί χωρίς να γίνει στη χώρα ούτε ένα έργο! Αντιθέτως, η κατανάλωση είχε πάει στα ύψη, με αποτέλεσμα την αλματώδη άνοδο του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου έφθασε να αντιπροσωπεύει το 14,5% του ΑΕΠ και να είναι το υψηλότερο κατά κεφαλήν στον κόσμο!».
Με άλλα λόγια, ενώ εκτινάχθηκε ή ζήτηση, η παραγωγή δεν την ακολούθησε, με αποτέλεσμα η εισαγωγή αγαθών να καλύψει την καταναλωτική «βουλιμία» που άρχισε να αναπτύσσεται. Αυτό ήταν, το απόλυτα φυσιολογικό, αποτέλεσμα αφ’ ενός μεν της απότομης αύξησης της ρευστότητας και αφ’ ετέρου του απόλυτα εχθρικού κλίματος -απέναντι στην επιχειρηματικότητα- που είχε διαμορφωθεί κατά την περίοδο της «Αριστερίστικης» αντιπολίτευσης της περιόδου 1974-1981 το οποίο συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ένταση όταν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έγινε εξουσία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο δεν δημιουργήθηκαν νέες επιχειρήσεις, αλλά και οι υπάρχουσες αντί να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν –οδηγούμενες από την αυξημένη ζήτηση- αναγκάστηκαν κατά χιλιάδες να «βάλουν λουκέτο», αφού η εκτίναξη του κόστους παραγωγής και τα υπόλοιπα εμπόδια που τους δημιουργούσε ένας φανατισμένος μηχανισμός εξουσίας καθιστούσαν προβληματική την επιβίωσή τους. Σε αυτό ασφαλώς συντελούσε αρκετές φορές και η ανερμάτιστη και κοντόφθαλμη ηγεσία των εργαζομένων. Η περίπτωση του εργοστασίου της Pirelli είναι ένα αρκετά χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Αντί λοιπόν η Ελλάδα, ως 10ο μέλλος της Ε.Ε., να αποτελέσει νέο πόλο επενδύσεων και να αναπτυχθεί η οικονομία της, οδηγήθηκε στη στασιμότητα και στην αποβιομηχάνιση. Γιατί τα χαρακτηριστικά αυτής της στασιμότητας ήταν ιδιαίτερα αρνητικά αφού σημειώθηκε σε βάρος κυρίως του δευτερογενούς τομέα ο οποίος συρρικνώθηκε. Οι μεγάλες και οι μεσαίες βιομηχανίες, οι οποίες είχαν με δυναμικό τρόπο αναπτυχθεί τα προηγούμενα 30 χρόνια, έκλειναν η μία μετά την άλλη και η -ανύπαρκτη την προηγούμενη δεκαετία- ανεργία άρχισε να αποτελεί μόνιμη κατάσταση στο χώρο της εργασίας.
Πριν συμπληρωθούν 4 χρόνια διακυβέρνησης της «Αλλαγής» η χώρα έφθασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε στον Ανδρέα ο διορισμένος από τον ίδιο πρόεδρος της Τραπέζης της Ελλάδος[3].
Αποτέλεσμα αυτού του «σήματος κινδύνου» ήταν μετά τις εκλογές του 85 -το βασικό προεκλογικό σύνθημα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήταν για «ακόμα καλύτερες μέρες» δηλαδή πιο ξέφρενο «πάρτι»- για μια διετία ακολουθήθηκε σχετικά πιο συνετή πολιτική η οποία «έσωσε την παρτίδα» απομακρύνοντας προσωρινά τον κίνδυνο της άμεσης χρεωκοπίας. Όμως, «συνεπής προς τον εαυτό του» ο Ανδρέας, μετά από 2 χρόνια σχετικής σύνεσης επανέφερε την πολιτική της δημοσιονομικής κραιπάλης η οποία σηματοδοτήθηκε από το σύνθημα «Τσοβόλα δώστα όλα». Γιατί, με ελάχιστες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα,  για τον Ανδρέα το χειροκρότημα της πλατείας και η εξουσία ήταν αυτοδικαίωση και αυτοσκοπός. Ο Ανδρέας Λοβέρδος στο κείμενο του «Θέσεις για την Νέα Ελληνική Ανόρθωση» –εκ των υστέρων είναι αλήθεια- διαπιστώνει ότι: «…Μικρό μόνο μέρος αυτού του πακτωλού διοχετεύτηκε στην παραγωγική οικονομία. Γεωργία και μεταποίηση συρρικνώθηκαν σταθερά μετά το 1980, η χώρα αποβιομηχανοποιήθηκε, η ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε. Κανείς κλάδος της οικονομίας δεν αναπτύχθηκε όσο θα επέτρεπε, με μια μέτρια έστω απόδοση αυτών των χρημάτων. Το μεγαλύτερο μέρος τους διαχύθηκε μέσω του κράτους απευθείας στην ιδιωτική κατανάλωση, ιδίως εισαγώγιμων προϊόντων…».
Την κατάσταση της οικονομίας πριν καν’ συμπληρωθούν 8 χρόνια αποτυπώνει με δραματικό τρόπο σε  υπόμνημα[4] που έστειλε στις 10/6/88 ο Απόστολος Λάζαρης στον Α. Παπανδρέου. Σε αυτό ο πρώτος Υπουργός Συντονισμού του ΠΑΣΟΚ αναφερόμενος στην οικονομική κατάσταση και στη επταετία που είχε μεσολαβήσει επεσήμαινε:
«Το κύριο χαρακτηριστικό της οικονομικής πολιτικής» έγραφε ο κ. Λάζαρης «ήταν η ραγδαία αύξηση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μέσα σε οκτώ χρόνια ο συνολικός κρατικός προϋπολογισμός πενταπλασιάστηκε (από 625 δισ. δρχ. το 1981 σε 3,2 τρισεκατομμύρια το 1988). Και θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επέκταση αυτή έγινε σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας, αφού κατά την επταετία η αύξηση του πραγματικού εθνικού εισοδήματος δεν ξεπερνά το 7% (δηλαδή 1% ετησίως)».
Στο ίδιο υπόμνημα σημείωνε:
«Σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση φτάσαμε λόγω των ανεξέλεγκτων αυξήσεων των δημοσίων δαπανών κατά τα προηγούμενα χρόνια. Και το πρόβλημα τώρα είναι ότι δεν μπορούμε πια εύκολα να ελέγξουμε την κατάσταση, γιατί μπήκε ήδη σε λειτουργία ο αυτόματος πιλότος του δημοσίου χρέους και άλλων ανελαστικών[5] κονδυλίων, που επηρεάζουν αυτόνομα τη διαμόρφωση του προϋπολογισμού, ανεξάρτητα, δηλαδή, από την κυβερνητική βούληση».
Αυτή η μαρτυρία είναι συγκλονιστική. Γιατί υπάρχουν κάποιοι που ακόμα και σήμερα αμφιβάλουν για τον πραγματικά κύριο υπαίτιο της πορείας της οικονομίας προς τη χρεωκοπία. Τι είπε ο κύριος Λάζαρης στον Ανδρέα: «μπήκε (σ.σ. δηλαδή βάλαμε) σε λειτουργία τον αυτόματο πιλότο του δημοσίου χρέους και άλλων ανελαστικών κονδυλίων»!!! και πηγαίνουμε γραμμή για τα βράχια.
Οι προειδοποιήσεις από την Ε.Ε. ήταν συνεχείς και δραματικές. Αξίζει να επισημανθούν δύο εκείνης της περιόδου. Αυτή του αρμόδιου επιτρόπου της ΕΟΚ Χένινγκ Κριστόφερσεν ο οποίος τον Φεβρουάριο του 1989 μιλούσε για «επικίνδυνο κατήφορο» και μας καλούσε να «προλάβουμε την έκρηξη»[6] και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ ο οποίος με επιστολή του, στις 19 Μαρτίου 1990, στον τότε πρωθυπουργό Ξενοφώντα Ζολώτα επεσήμαινε, μεταξύ άλλων, τον κίνδυνο αποκλεισμού της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση[7].
Ένα σημείο που αξίζει να κρατήσουμε από αυτή την επιστολή είναι ότι το έλλειμμα (χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου) το 1985 ήταν 18%!!! και ότι η «περιοριστική» πολιτική της διετίας 86-87 το είχε περιορίσει στο 13,5% του Α.Ε.Π. για να εκτιναχθεί και πάλι στα ύψη από την ανεύθυνη πολιτική του «Τσοβόλα δώστα όλα». Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι αυτό τα καταστροφικά ελλείμματα έγιναν είχαν διαρθρωτικό (μόνιμο) και όχι συγκυριακό χαρακτήρα και πραγματοποιούνταν σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής ομαλότητας.
β) Διεθνείς σχέσεις: Τελικά που «ανήκει» η Ελλάδα;
Στην τοποθέτηση του Κ. Καραμανλή, που απλά επιβεβαίωνε την διαχρονική και στρατηγική γεωπολιτική τοποθέτηση της χώρας, ο Ανδρέας απάντησε με το κενό ουσιαστικού περιεχομένου λαϊκίστικο σύνθημα-σανό για αφελείς και «προοδευτικούς» πατριδοκάπηλους, «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες»!!! Φυσικά κανένας εντός και εκτός χώρας δεν αναρωτήθηκε ποτέ αν όντως ανήκει στους κατοίκους της –όπως και κάθε χώρα άλλωστε- όπως δεν αναρωτήθηκε και αν γεωγραφικά ανήκει στην Ευρώπη ή σε κάποια άλλη ήπειρο. Όμως διαχρονικά και στο παρελθόν, και όπως πια είναι αυτονόητο για την συντριπτική πλειοψηφία, και στο παρόν –παρά την κρίση- η Ελλάδα «ανήκει» και θέλει να ανήκει στο Δυτικό κόσμο. Δηλαδή εκεί που τελικά ανθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες που αποτελούν φωτεινό φάρο για όλο τον πλανήτη. Γιατί πέρα από αυτό, ήταν συνείδηση από την απελευθέρωση και μετά ότι  -παρά τα όποια προβλήματα τα οποία είναι σύμφυτα με τα κίνητρα που καθορίζουν τις διεθνείς σχέσεις και που δεν είναι άλλα από τα αμοιβαία συμφέροντα των χωρών αλλά και με τον εκάστοτε εντός κάθε συμμαχίας συσχετισμό δύναμης και ιδιαίτερων επιδιώξεων- τα πάγια συμφέροντα της Ελλάδας εξυπηρετούντο στο πλαίσιο της «Δύσης».
Η «πρώιμη» στρατηγική επιλογή της χώρας, να προτιμήσει την Ε.Ο.Κ. έναντι της Ε.Ζ.Ε.Σ. -αποτελώντας το πρώτο συνδεδεμένο μέλος (30/3/1961) με την εξαμελή[8] τότε κοινότητα- είχε κυρίως εθνικά και πολιτικά κριτήρια. Η ιστορία δικαίωσε αυτήν την επιλογή, έστω και αν το όραμα μιας ενιαίας ομόσπονδης Ευρώπης δεν έχει ολοκληρωθεί και σήμερα φαίνεται να κλονίζεται εκτός των άλλων και από τον αναδυόμενο αναχρονιστικό και ανιστόρητο εθνικισμό.
Αυτή τη στρατηγική επιλογή πολέμησε με πάθος ο Ανδρέας, προκαλώντας σημαντική βλάβη στην επιδίωξη της χώρας όχι απλά να ενσωματωθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα στην Ευρωπαϊκή οικογένεια αλλά και να συμβάλλει, στο μέτρο των δυνατοτήτων της πάντοτε, στην όσο το δυνατόν ταχύτερη ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας. Κυρίως όχι για να βρούμε νέες αγορές για τα προϊόντα μας, ούτε για τις διάφορες κοινοτικές ενισχύσεις, αλλά για να «θωρακίσουμε» τα εθνικά μας συμφέροντα απέναντι στις, εξ ανατολών κυρίως αλλά όχι μόνο, ξένες επιβουλές. Η Ελλάδα δεν επέλεξε την Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών αλλά το υπό διαμόρφωση όραμα μιας νέας κρατικής οντότητας που θα απομάκρυνε τον εφιάλτη των συγκρούσεων και του πολέμου.
Όπως είδαμε όμως και στο προηγούμενο (Ανδρέας 4, διακήρυξη ΠΑΚ) ο Ανδρέας ονειρευόταν συμμαχίες με τα «εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα»[9] της Ανατολικής Μεσογείου απορρίπτοντας τις στρατηγικές συμμαχίες της χώρας. Εκμεταλλεύεται, εκτός των άλλων, το πληγωμένο συναίσθημα ταπείνωσης και αδυναμίας του Ελληνικού λαού από το γεγονός ότι μια χώρα του ΝΑΤΟ (Τουρκία) εισέβαλε σε τρίτο κράτος (Κύπρο) χωρίς η Ελλάδα να έχει την δυνατότητα αντίδρασης και αποτροπής[10].
Όπως σημειώνουν τα ΝΕΑ το «φλερτ» του Ανδρέα με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ανατολικής Μεσογείου είχε ξεκινήσει από την εποχή της δικτατορίας[11]. Έτσι πηγαίνει στη Λιβύη για να συναντήσει τον Καντάφι –τον οποίο χαρακτηρίζει ως «ελευθερωτή και μεγάλη φυσιογνωμία της εποχής[12]» καθώς επίσης και «βασιλιά φιλόσοφο[13]»- κατ’ επανάληψη. Συγκρίνει το Λιβυκό καθεστώς με τη Δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας[14]!!! Τον Φεβρουάριο του 1977 εκθειάζει τον Ίντι Αμίν Νταντά δικτάτορα της Ουγκάντα με τον οποίο συνεργάζεται ο Καντάφι. Για έναν από τους πιο στυγνούς δικτάτορες της Αφρικής[15] ο Ανδρέας αναφέρει ότι: «Μάχεται εναντίον των μητροπολιτικών κέντρων της Δύσης και ο ίδιος αποτελεί στόχο τους. Αυτό από μόνο του τον τοποθετεί, στην παγκόσμια σκακιέρα, στον χώρο των αντί-ιμπεριαλιστικών δυνάμεων»!!!
Με τους ηγέτες της Ινδίας, της Σουηδίας, του Μεξικό, της Αργεντινής και της Τανζανίας!!! αγωνίζεται για την «παγκόσμια ειρήνη και τον αφοπλισμό των υπερδυνάμεων»[16]. Χαρακτηριστική είναι και αντίδραση που προκάλεσε η τοποθέτησή στον αγώνα των Πολωνών εργαζομένων για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνικά δικαιώματα. Συγκεκριμένα: «…Μια θέση του στον εξωτερικό τομέα, που επίσης έτυχε κριτικής από την αντιπολίτευση και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, αλλά μεγάλης υποστήριξης από την κομμουνιστική Αριστερά, ήταν η αποκήρυξη του κινήματος και των προσπαθειών του Πολωνού ακτιβιστή (και μετέπειτα προέδρου της Πολωνικής Δημοκρατίας) Λεχ Βαλέσα, έναντι του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία, και οι φιλικές σχέσεις με τον Στρατηγό Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι…»[17]. Ένα άλλο χαρακτηριστικό περιστατικό είναι αυτό που αφορά τη στάση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην αντίδραση που προκάλεσε η «συμμετοχή» της Λιβύης σε τρομοκρατική επίθεση. Όπως αναφέρουν ΤΑ ΝΕΑ: «…η βόμβα στο αεροσκάφος της TWA επιδεινώνει το 1986 τις σχέσεις του Καντάφι µε τους ∆υτικούς, οι οποίοι βομβαρδίζουν τη Λιβύη. Το Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ καταδικάζει την επίθεση…»[18].
Το 1984 κατεβάζει τον κόσμο του στους δρόμους να πανηγυρίσει για την «απομάκρυνση των βάσεων του θανάτου». Όπως σημειώνει ο Ριζοσπάστης «…Οι βάσεις είχαν γίνει για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το παραμύθι μιας «εθνικά ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής…». Όλη τη δεκαετία του 80 εμπαίζει τους οπαδούς του –και ορισμένους αθεράπευτα εύπιστους της Αριστεράς- με το θέμα των Βάσεων[19]. Ταυτόχρονα βέβαια δημιουργεί μια ακόμα εστία προβληματισμού και έντασης τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων της χώρας.
Τελικά ποια είναι η αποτίμηση της εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα; Όπως άλλωστε και σε κάθε πολιτική δραστηριότητα, τα πάντα η σχεδόν τα πάντα κρίνονται από το αποτέλεσμα. Αν αναρωτηθούμε ποιο ήταν τελικά το αποτέλεσμα όλης αυτής της «επαναστατικής γυμναστικής» που χαρακτήριζε την πολιτική του στις Διεθνείς σχέσεις –για την οποία λίγα μόνο χαρακτηριστικά στοιχεία σταχυολογήθηκαν- θα δυσκολευτούμε να του βάλουμε «θετικό πρόσημο». Ο Ανδρέας για τους «Ιθαγενείς» έκανε μια «υπερήφανη και ανεξάρτητη εθνική πολιτική». Για τους «μεγάλους» μάλλον είναι σαν το μικρό παιδί που γυρίζει γύρω-γύρω κάνοντας αταξίες για να τραβήξει την προσοχή τους[20].
Είναι γεγονός ότι δεν εκμεταλλεύτηκε την ευνοϊκή συγκυρία για να αναβαθμίσει τη θέση της Ελλάδας στο πλαίσιο των σχηματισμών στους οποίους συμμετείχε η χώρα. Αντίθετα αποτέλεσε την πηγή διαρκούς όχλησης, σχετικής ανησυχίας και προβληματισμού. Οι διπλωματικοί ακροβατισμοί ο «πλατωνικός έρωτας» με τους αδέσμευτους, οι παρέες με τον Καντάφι και τις λοιπές «δημοκρατικές δυνάμεις» της Ανατολικής Μεσογείου, το όραμα του «Κάστρο της Μεσογείου» που φαίνεται ότι υπέφωσκε στα όνειρά του και καθοδηγούσε πολλές από τις ενέργειές του, είχαν σημαντικό κόστος για την αξιοπιστία και το κύρος της χώρας.
Όπως φανταζόταν τον εαυτό του ήρωα της λαϊκής εξέγερσης κατά της χούντας έτσι σαν πρωθυπουργός φαντάζεται ότι είναι ένας μεγάλος διεθνής ηγέτης από τις φυσιογνωμίες του «κινήματος των αδεσμεύτων»  και του «τρίτου κόσμου». Ενός κόσμου που θα αναδυθεί και θα αναγκάσει τις υπερδυνάμεις να αποδεχθούν μια «νέα τάξη πραγμάτων»!!! «Μπούρδες» που θα έλεγε και πάλι ο μακαρίτης ο Λεωνίδας Κύρκος[21]. Αλλά τελικά «μπούρδες» με κόστος.
γ) Δημόσια Διοίκηση-Κράτος. Δημοκρατία ή αυταρχισμός;  Κοινωνία ή αναρχία;
Αποδίδεται στην Hannah Arendt η φράση: «είμαι ευτυχής που έφυγα από έναν τόπο που κυβερνούν οι άνθρωποι και ήρθα εδώ που κυβερνούν οι θεσμοί». Λέγεται ότι την είπε όταν έφτασε στις Η.Π.Α. «δραπετεύοντας» από τη Ναζιστική Γερμανία και το Ολοκαύτωμα.
Ανεξάρτητα πάντως από το ποιος το είπε αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Στις Δημοκρατίες κυβερνούν οι θεσμοί, στα αυταρχικά και απολυταρχικά καθεστώτα κυβερνούν οι άνθρωποι.
Είναι αναγκαίο -υπό αυτό το πρίσμα της «πολιτείας» των θεσμών ή των ανθρώπων- να αναζητήσουμε τις παρεμβάσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης, γενικότερα αυτού που ο απλός πολίτης αντιλαμβάνεται ως «κράτος». Μια από τις πρώτες πράξεις της κυβέρνησης το 81 ήταν η κατάργηση της μόνιμης ιεραρχίας στο Δημόσιο και η αντικατάστασή της με κομματικούς εντολοδόχους. Εκτός από τα προβλήματα της άγνοιας ή ακόμα και της ανικανότητας –η εμπειρία και η ικανότητα αντικαταστάθηκαν από τα «κομματικά ένσημα»- αυτό που είχε ακόμα πιο μεγάλη σημασία ήταν η αντίληψη που διακατείχε την πλειοψηφία αυτών των στελεχών, ότι δηλαδή λειτουργούσαν ως «εντολοδόχοι του λαού» χωρίς να τους περιορίζουν οι νόμοι. Φυσικά όντας εντολοδόχοι του κόμματος ήταν κάτω από την προστατευτική του ομπρέλα και δεν τους άγγιζε εύκολα ο νόμος. Ακόμα και όταν έκαναν «ένα δωράκι 500 εκατομμυρίων» στον εαυτό τους. Πόσο μάλλον όταν «κατεδίωκαν» τους πολιτικούς αντιπάλους της «αλλαγής». Ενώ, για τους πολίτες, η «κομματική visa» ήταν προϋπόθεση, όπως δηλώνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ακόμα και για να πάρεις δάνειο από τις τράπεζες[22]. Η επιχείρηση της «άλωσης» από το κόμμα του κρατικού μηχανισμού έγινε κάτω από το επαναστατικό επιχείρημα του «ξηλώματος τους κράτους της Δεξιάς». Το γεγονός ότι, ακόμα και το 1982, στις συνδικαλιστικές εκλογές, σχεδόν σε όλους τους τομείς του Δημοσίου, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατακτούσε -αν όχι μόνο του, μαζί με το Κ.Κ.Ε.- την απόλυτη πλειοψηφία, διέψευδε το σύνθημα και τα σχετικά επιχειρήματα αλλά κανένας δεν του έδινε σημασία. Άλλωστε ως «γνήσιοι Μαρξιστές» είχαν το «ιδεολογικό ελεύθερο» από τον Λένιν, ο οποίος στο «Κράτος και Επανάσταση» διατύπωσε την «αρχή» ότι, αφού το κόμμα είναι του λαού και το κράτος οφείλει να λειτουργεί προς όφελος του λαού, το κόμμα πρέπει να είναι το κράτος.
Φυσικά θα ήταν λάθος να υποστηρίξει κάποιος ότι μέχρι τότε το κράτος λειτουργούσε άψογα. Αλλά αν λάβει κάποιος υπ’ όψιν του, το κοινωνικό υπόβαθρο, την προπολεμική αφετηρία του και τις μεταπολεμικές εκτροπές του εμφυλίου και της δικτατορίας, είχε διανυθεί ιδιαίτερα την περίοδο της αντιπολίτευσης μεγάλη απόσταση στο δρόμο του εκσυγχρονισμού. Η εξομάλυνση της πολιτικής ζωής, με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, την νομιμοποίηση του Κ.Κ., την επίλυση του πολιτειακού και την ψήφιση ενός πολύ σύγχρονου συντάγματος, είχε δημιουργήσει σταθερό έδαφος -το οποίο ενισχυόταν από την άνοδο του βιοτικού και του μορφωτικού επιπέδου του λαού- επάνω στο οποίο «χτισμένες» η Δημόσια Διοίκηση και το Κράτος είχαν σημειώσει σημαντικά βήματα προόδου. Αν συνεχιζόταν αυτή η εκσυγχρονιστική πορεία μετά το 81 η Ελλάδα –όντας ήδη μέλλος της Ε.Ο.Κ.- σε λίγα χρόνια θα αποκτούσε ένα κράτος που δεν θα είχε να ζηλέψει σε τίποτα τα αντίστοιχα της Δυτικής Ευρώπης.
Αντί γι’ αυτό το κράτος μετατράπηκε σε «λάφυρο» και σε όργανο επιβολής μιας «οιονεί ολοκληρωτικής κατάστασης» όπως αναφέρει ο Καστοριάδης. Με βασικό κήρυκα τον Ανδρέα και τον μηχανισμό του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (επικουρούμενοι πάντα από την Αριστερά) η κοινωνία «κακοποιήθηκε» αφού διαπαιδαγωγήθηκε με την αντίληψη ότι έχει μόνο δικαιώματα και καθόλου υποχρεώσεις. Διαπαιδαγωγήθηκε, ο λαός, με την πεποίθηση ότι για κάθε τι στραβό «φταίνε οι άλλοι». Τον πείσανε ότι «έχει πάντα δίκιο» όπως επισημαίνει –έστω και καθυστερημένα- ο Ανδρέας Λοβέρδος[23]. Τα συνθήματα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και «θα καταργήσουμε το νόμο (που δεν μας αρέσει εννοείται) στην πράξη», έγιναν η αγαπημένη «καραμέλα» όλων των κινητοποιήσεων. Φυσική συνέπεια αυτής της αντίληψης ήταν, μετά την εγκατάσταση του «λαού στην εξουσία», η Δημόσια Διοίκηση και το Κράτος να αποδιαρθρωθούν και η λογική της ανευθυνότητας να εξαπλωθεί σαν ανίατη ασθένεια σε όλες τις κρατικές δομές. Για να δοθεί δε στο λαό αυτή η «νέα αίσθηση της ελευθερίας», ο περιορισμός ή ακόμα και η κατάργηση των ελέγχων αποτέλεσε «στρατηγική επιλογή» του κινήματος, γεγονός που επέτρεψε στην «ασυδοσία του θράσους» να γίνει κυρίαρχος «κοινωνικός θεσμός». Η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή, η καταπάτηση δημόσιας γης, η αυθαιρεσία σε κάθε τομέα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής έγινε κανόνας. Ο εύκολος και άκοπος πλουτισμός αποτέλεσε κοινωνικό πρότυπο, αφήνοντας την δουλειά για «τα ρολόγια και τα κορόιδα». 
Ο λαός ανυποψίαστος –ξεφαντώνοντας στα κατά Γιαννόπουλο «πολιτιστικά κέντρα»- εκχώρησε στην πραγματικότητα την εξουσία του, υποθηκεύοντας ταυτόχρονα το μέλλον του. Γιατί από άγνοια δεν κατανοούσε ότι οι θεσμοί υποχώρησαν μπροστά στη βουλιμία των ανθρώπων για εξουσία και προνόμια. Μαζί τους αποδυναμώθηκε η Δημοκρατία και ο αυταρχισμός, ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο, γνώρισε ημέρες δόξας. Ταυτόχρονα αποδυναμώθηκε και η κοινωνία ως οργανωμένο σύνολο, αφού η αποδυνάμωση της λειτουργίας των θεσμών και η «απόσυρση» του κράτους από το ρυθμιστικό και ελεγκτικό του ρόλο και ο περιορισμός του σε «υπηρεσία ανεξάντλητων παροχών» ή ουδέτερου και αδιάφορου «παρατηρητή», τη μετέτρεψε εν πολλοίς σε «ακυβέρνητη πολιτεία».
δ) Κοινωνία-κοινωνικά πρότυπα, αξίες. Κοινωνική ιεραρχία.
Λέγεται ότι: «αν η εξουσία διαφθείρει ή απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». Όταν λοιπόν επιδιώκεται η κατάκτηση της απόλυτης εξουσίας και στο βαθμό που αυτό επιτυγχάνεται μία από τις «μοιραίες» συνέπειες είναι η «απόλυτη διαφθορά». Η επιδίωξη της απόλυτης εξουσίας, μέσα από δημοκρατικούς δρόμους, μοιραία συνεπάγεται, για να εξασφαλισθεί η αναγκαία ανοχή, «αντιπαροχές» στο λαό. Επίσης συνεπάγεται «διανομή μερίσματος» για να υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι «το πάρτι» είναι συλλογικό. Για να αποδεχθείς υπουργούς που «δεν θα τους ήξερε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους», για να κάνεις αποδεκτούς ως «κορυφαίους» πολιτικούς εξυγιαντές τον Μένιο και τον Άκη, πρέπει να καταλυθεί το σύστημα αξιών και οι κοινωνικές σου ιεραρχήσεις. Πρέπει τα μπουζουξίδικα -κατά τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο «πολιτιστικά κέντρα»- να αποτελέσουν κοινωνικό must και το «γεννήθηκες για την καταστροφή» να υποκαταστήσει τον Εθνικό Ύμνο. Για να αποδεχθείς στα έδρανα της Βουλής -αντί για τους, Π. Κανελλόπουλο, Κ. Τσάτσο, Ε. Παπανούτσο, Γ. Πεσμαζόγλου κ.λπ.- να κάθονται και να «κορδακίζονται» φαιδρά και επικίνδυνα πρόσωπα πρέπει το δημοκρατικό και κοινωνικό σου αισθητήριο να έχει αμβλυνθεί.
Καθώς οι, έως χθες, ορκισμένοι εχθροί της Ε.Ο.Κ. μετατράπηκαν στο Ελληνικό τμήμα της Ευρωπαϊκής Νομενκλατούρας -δίχως να εγκαταλείψουν την αντιευρωπαϊκή ρητορική τους- και επιδόθηκαν με ζήλο στο «ξεκοκάλισμα» των αγαθών της, για να δυναμώσουν το πελατειακό τους κράτος και να διαιωνίσουν την εξουσία τους «παρέδωσαν» στους κομματικούς μηχανισμούς, μέσω των επιδοτήσεων και των «συνεταιρισμών», το μεγαλύτερο μέρος των κοινοτικών ενισχύσεων. Για να θυμηθούμε και πάλι τον Ανδρέα Λοβέρδο αυτό είχε τα εξής αποτελέσματα: «…Γεωργία και μεταποίηση συρρικνώθηκαν σταθερά μετά το 1980, η χώρα αποβιομηχανοποιήθηκε, η ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε…».
Με λίγα λόγια οι αρχές και οι αξίες που οδήγησαν την μεταπολεμική Ελλάδα στην έξοδο από τη φτώχεια και στην ανάπτυξη[24] εγκαταλείφθηκαν και στη θέση τους επιβλήθηκε ένας ανελέητος στην ανευθυνότητά του αβδηριτισμός.
Η διαδρομή μέχρι να φτάσεις σε αυτή την κατάσταση περνάει από τους δρόμους του δίχως φραγμούς λαϊκισμού που οδηγούν στον φανατισμό και μοιραία στο διχασμό της κοινωνίας. Αυτή η διαδρομή ακολουθήθηκε και οδηγηθήκαμε στην πόλωση και στα χωριστά καφενεία. Αναβίωσε το κλίμα του εμφυλίου αλλά αυτή τη φορά με διαφοροποιημένα στρατόπεδα. Το κύριο στρατόπεδο, που είχε αποτελέσει το αντίπαλο δέος κατά την κατοχή στον Ε.Λ.Α.Σ. προερχόταν από του Βενιζελικούς (Ε.Δ.Ε.Σ., 5/42 κ.λπ.). Επίσης πρωθυπουργοί κατά τα Δεκεμβριανά και κατά τον εμφύλιο ήταν προσωπικότητες από την αυτοαποκαλούμενη σήμερα «μεγάλη δημοκρατική παράταξη». Αυτός ο κόσμος είχε μετακινηθεί από τον Ανδρέα στο απέναντι στρατόπεδο, στο πλευρό της Αριστεράς. Έτσι με την υποστήριξή της μετατράπηκε η Ελλάδα σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε, «το τελευταίο κομμουνιστικό κράτος της Ευρώπης». Χαρακτηριστικά κορυφαίο γεγονός, είτε των σκοτεινών ψυχολογικής φύσεως παρορμήσεων, είτε του ακραίου πολιτικού αμοραλισμού του, ήταν η εκλογή με το ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. του πρώτου Προέδρου της Κυβέρνησης του Βουνού Μάρκου Βαφειάδη[25]. Ο «καπετάν Μάρκος» 4 μέρες μετά την ανάληψη της Προεδρίας (23/12/1947) με κυβερνητική απόφαση (27/12/1947)είχε ουσιαστικά καταδικάσει σε θάνατο, χαρακτηρίζοντάς τους ως «αρχιεγκληματίες» (τους παρέδιδε στην κρίση -όχι με βάσει νόμους αλλά «κατά συνείδηση» σύμφωνα με άλλη απόφαση της κυβέρνησης του- των «λαϊκών δικαστών»), 18 πρόσωπα μεταξύ των οποίων τους: Θ. Σοφούλη, Π. Κανελλόπουλο,  Σ. Βενιζέλο και τον ίδιο του τον πατέρα, Γεώργιο Παπανδρέου.
ε) Επίλογος.
«…Η επιθυμία για δύναμη και εξουσία δεν είναι χαρακτηριστικό των δυνατών, αλλά -όπως ο φθόνος και η πλεονεξία- είναι ελάττωμα των αδύναμων ψυχών και, συχνά, πολύ επικίνδυνο…». Hannah Arendt

Η διαδρομή του Ανδρέα ουσιαστικά τελείωσε άδοξα το 1989. Μπορεί το λάθος ή οι σκοπιμότητες των αντιπάλων του, με την παραπομπή του στο Ειδικό Δικαστήριο, να τον διέσωσαν -αφού επιτρέποντάς να εμφανισθεί ως διωκόμενος συσπείρωσε γύρω του τους πιστούς οπαδούς του ΠΑ.ΣΟ.Κ.- αλλά παρά το θριαμβευτικό 47% του 1993 ο επίλογος είχε γραφτεί. Η αθώωσή του με μία ψήφο διαφορά δεν έχει σημασία όπως δεν θα είχε σημασία και μια ενδεχόμενη καταδίκη του. Όπως η καταδίκη δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι κάποιος είναι ένοχος έτσι και η αθώωση δεν συνεπάγεται απαραίτητα την αθωότητα του. Είναι γεγονός ότι υπήρξε τεράστιο σκάνδαλο για το οποίο οι ένοχοι ήταν τελικά ο εξής ένας... Ο Κοσκωτάς. Είναι γεγονός ότι εκλάπησαν τεράστια ποσά. Τα οποία ακόμα αγνοούνται, όπως αγνοείται και ο αποφυλακισθείς μετά από μια δεκαετία περιορισμένης διαβίωσης ένοχος. Είναι γεγονός ότι επιχειρήθηκε χειραγώγηση του τύπου και δεν ήταν η πρώτη αντιδημοκρατική αλλά ανεπιτυχής προσπάθεια. Ήταν στους σταθερούς στόχους του Ανδρέα στο πλαίσιο της επιδίωξης του για απόλυτη εξουσία. Όπως ήταν και τα «νέα τζάκια», όραμα που υλοποιήθηκε από τους επιγόνους του τη δεκαετία του 90. Δεν έχουν σημασία όλα αυτά γιατί «τους πρωθυπουργούς δεν τους πας στα δικαστήρια. Τους στέλνεις στο σπίτι τους».
Αν δεν είχαν διαπράξει αυτό το λάθος οι πολιτικοί αντίπαλοι του Ανδρέα το «δικαστήριο της κοινωνίας» θα είχε ασχοληθεί με τα πραγματικά μεγάλα «εγκλήματά» του. Αυτά που επιχειρήθηκε να εκτεθούν στο παρόν κείμενο. Η διαπίστωσή του το 1993 ότι: «ή το Έθνος θα δαμάσει την υπερχρέωση ή η υπερχρέωση θα καταστρέψει το Έθνος» θα είχε αξία αν συνοδευόταν από μια ξεκάθαρη ομολογία ημαρτημένων. Γιατί αυτός ήταν αν όχι ο απόλυτος τουλάχιστον ο βασικότατος ένοχος για τη δημιουργία του χρέους και της ανελαστικότητας όχι μόνο των δαπανών αλλά και της στρεβλωμένης εξ αιτίας του κοινωνικής νοοτροπίας.
Η διαμάχη των φυσικών κληρονόμων του γύρω από το «κωλόσπιτο» της Εκάλης και την βίλλα Μινέικο έχουν μικρότερη οικονομική σημασία. Αλλά αν ο «ηγέτης» οφείλει να δίνει πρώτος το παράδειγμα και να αποτελεί υπόδειγμα για τους πολίτες, είναι γεγονός ότι αυτό το παράδειγμα δεν το έδωσε. Το αντίθετο μάλιστα. Αν ο ηγέτης οφείλει να περιβάλλεται από τους «άριστους» και όχι από αυλοκόλακες και στοιχεία της ποιότητας του Μένιου ή του Άκη, είναι γεγονός ότι αυτό δεν το έκανε. Μάλλον έκανε το ακριβώς αντίθετο. Αν ένας ηγέτης οφείλει να μάθει να «άρχεται» και όχι να υποκύπτει, αυτό δεν το έκανε. Αντίθετα επαναστατούσε «χωρίς αιτία» και υπέκυπτε «χωρίς δυσκολία». Ιδιαίτερα χωρίς δυσκολία υπέκυπτε στα «θέλω» του -ακόμα και τα πιο ευτελή- και όχι στα «πρέπει» για την Ελλάδα και το λαό της.
Στην ψυχή του κρύβονταν, σε σκοτεινές σκιές, οι «Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπές», μέσα του έκρυβε το «θυμωμένο Ποσειδώνα» που δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Γιατί δεν νομίζω ότι τελικά η εξουσία ήταν στην πραγματικότητα η Ιθάκη του. Ούτε οι «ηδονές» της. Αντίθετα νομίζω ότι, σαν τον Πολίτη Κέιν, «ταξίδεψε» αποζητώντας μάταια το δικό του, χαμένο στην παιδική του ηλικία, «rosebud».

Αντώνης Αντωνάκος
20-02-2017




[1] ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΟΡΘΩΣΗ. Εκδόσεις «ΙΝΔΙΚΤΟΣ» 2012.

[2] Το άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος Νοεμβρίου 2011 της Athens Review of Books
[3] «Το καλοκαίρι του 1985, λίγο πριν τις εκλογές του Ιουνίου, ζήτησα να δω τον τότε πρωθυπουργό κ. Ανδρέα Γ. Παπανδρέου. Το έκανα σπανίως, αλλά η επικοινωνία μαζί του ήταν πάντοτε ουσιαστική. Με δύο λέξεις καταλάβαινε τα πάντα. Τού είπα: Κύριε πρόεδρε, αν συνεχίσουμε την ίδια πορεία θα χρεοκοπήσουμε. Θα έχουμε στάση πληρωμών. Το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών πλησιάζει το 10% του ΑΕΠ και η Τράπεζα συντόμως δεν θα έχει ταμείο να πληρώσει. Χρειάζεται να σχεδιάσετε ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας.» πηγή europeanbusinessreview.blogspot.gr/2011/10/1985.html
[4] http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=334664
[5] Μεταξύ των ανελαστικών δαπανών ασφαλώς κυρίαρχη θέση καταλαμβάνουν αυτές του ασφαλιστικού συστήματος και της μισθοδοσίας. Εκατοντάδες χιλιάδες πλασματικές συντάξεις χορηγήθηκαν και εκατοντάδες χιλιάδες διορισμοί έγιναν. Χαρακτηριστική επί του προκειμένου είναι η μαρτυρία του καθηγητή Γ. Μέργου στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 19/9/2010. Γράφει ο τέως διοικητής του Ι.Κ.Α.: «… επί συνόλου 9.500 περίπου διοικητικών υπαλλήλων του ΙΚΑ σήμερα, οι 4.500 περίπου (ναι 4.500) διορίσθηκαν κυριολεκτικά σε μια νύχτα, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο προσόντων, 45 ημέρες προ των εκλογών του 1985 και άλλοι 1.800 περίπου το 1988-9…».
[6] 1. Επικίνδυνος κατήφορος
«Η ελληνική οικονομία έχει περιέλθει σε πολύ δυσάρεστη θέση και οδηγείται σε έναν επικίνδυνο κατήφορο». (Από διαπιστώσεις οικονομικής έκθεσης της ΕΟΚ του Φεβρουαρίου 1989.)
2. «Προλάβετε την έκρηξη»
«Το έλλειμμα του δημόσιου τομέα αναμένεται να φθάσει στην Ελλάδα στο τέλος του 1989 στο 14,5% του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος (ΑΕΠ) με στοιχεία Απριλίου. Και το χειρότερο: η κατάσταση επιδεινώνεται στην Ελλάδα σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις της Επιτροπής της ΕΟΚ, δηλαδή τον Φεβρουάριο του 1989. Ζητάμε από τις ελληνικές αρχές να πάρουν τα απαραίτητα μέτρα και να προβούν στις ανάλογες δράσεις ώστε να προληφθεί μια έκρηξη του δημόσιου χρέους». (Από δηλώσεις σε συνέντευξη Τύπου στις 28 Ιουνίου 1989 του αρμόδιου επιτρόπου της ΕΟΚ Δανού Χένινγκ Κριστόφερσεν κατά την ανακοίνωση της οικονομικής έκθεσης για την Ελλάδα.)
[7] «…Έπειτα από μερικές αρχικές επιτυχίες προς αυτή την κατεύθυνση (π.χ. οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα μειώθηκαν από 18% το 1985 σε 13,5% το 1987) η κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώθηκε και πάλι σοβαρά, ιδιαίτερα κατά το 1989, έτσι ώστε να αποτελεί σήμερα η οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σας σοβαρή αιτία ανησυχίας για όλους μας. [..]  Οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα αυξήθηκαν μαζικά σε δύο χρόνια, δηλαδή το 1988 και 1989 (σ.σ.: υπενθυμίζεται ότι το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του 1985 στόχευε στη μείωση του ποσοστού από 18% σε 10% το 1987). […] Η αύξηση των τιμών επιταχύνθηκε φθάνοντας το 15%, ποσοστό ανώτερο κατά 10 μονάδες του κοινοτικού μέσου όρου. Η αύξηση των μισθών ήταν ακόμη σημαντικότερη, φθάνοντας το 20%.  Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε σοβαρά, δεδομένου ότι το έλλειμμα έφθασε από 1 δισ. δολάρια το 1988 σε 2,5 δισ. δολάρια το 1989 [...] το μέγεθος και η αύξηση του δημοσίου και του εξωτερικού χρέους της χώρας σας κινδυνεύουν να βλάψουν τη φερεγγυότητα της Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά, η σοβαρή διαφορά που διαπιστώνεται ανάμεσα στην οικονομική εξέλιξη της Ελλάδας και σε εκείνη των άλλων χωρών της Κοινότητας κινδυνεύει να υπονομεύσει μόνιμα την πορεία της χώρας σας προς την Ενιαία Αγορά, την Οικονομική και Νομισματική Ένωση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Από την επιστολή  (19 Μαρτίου 1990) του Ζακ Ντελόρ, στον τότε πρωθυπουργό Ξενοφώντα Ζολώτα.

[8] Τα κράτη μέλη που συγκρότησαν τον αρχικό πυρήνα ήταν: Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ιταλία και Λουξεμβούργο.
[9] «…Στη Μεσόγειο, στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή υπάρχει μια σειρά από κυβερνήσεις που, άσχετα από το γεγονός πως είναι μακριά ακόμα από την επίτευξη της γνήσιας λαϊκής κυριαρχίας και του γνήσιου σοσιαλισμού, ταυτίζονται με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, και αυτό επειδή προέρχονται από εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα…».  Διακήρυξη ΠΑΚ 1972
[10] Κατ’ αντιστοιχία, αλλά σε πολύ ευρύτερη κλίμακα, σύμφωνα με αυτή τη λογική η Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, θα έπρεπε αντιδρώντας με το συναίσθημα να στραφεί οριστικά εναντίον των κρατών που συγκροτούσαν την ΑΝΤΑΝΤ.
[11]«…Ο Ανδρέας Παπανδρέου από την εποχή της δικτατορίας και του ΠΑΚ φλέρταρε µε τα αντιαποικιακά κινήματα της Ανατολικής Μεσόγειου. Και µετά την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ θέλει να παίξει ρόλο στο Κίνημα των Αδέσμευτων, που ανατέλλει εκείνη την εποχή. Στη Λιβύη επίσης είχε την έδρα της η Γραμματεία των Σοσιαλιστικών Κομμάτων των Ανατολικής Μεσογείου. ..». http://www.tanea.gr/news/world/article/4619970/?iid=2
[14]«…το 1977, ο Παπανδρέου ταξίδεψε στην Λιβύη του Μουαμάρ Καντάφι, για το καθεστώς του οποίου δήλωσε ότι «δεν ήταν στρατιωτική δικτατορία. Το αντίθετο μάλιστα. Πρόκειται για μια διακυβέρνηση στα πρότυπα του δήμου των αρχαίων Αθηναίων»…». Wikipedia
[15] «,,,Ο Αμίν χρησιμοποιούσε τη βία για να εξοντώσει όλους ανεξαιρέτως τους αντιπάλους του, πραγματικούς ή φανταστικούς.Η επιτυχία του στη χρησιμοποίηση του φόβου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διαίρεση των κατοίκων της χώρας σε δύο ομάδες, καθεμιά από τις οποίες προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοια του εις βάρος της άλλης. Το κόστος σε ανθρώπινες ζωές κατά τη διάρκεια διακυβέρνησης της χώρας από τον Ιντί Αμίν ήταν τεράστιο όχι μόνο εξαιτίας του αριθμού των νεκρών αλλά και της απάνθρωπης μεταχείρισης. Οι τελετουργικές εκτελέσεις που ξεπερνούσαν τα όρια του σαδισμού οδηγεί πολλούς μελετητές στο συμπέρασμα ότι οφείλονταν στη διαταραγμένη ψυχική του υγεία. Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες έχουν δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από την πιθανή κανιβαλική συμπεριφορά του. Μάλιστα λέγεται ότι κρατούσε στο ψυγείο του σπιτιού του τα κεφάλια μερικών από τους εχθρούς του, στα οποία πολλές φορές απευθυνόταν σαν να κουβέντιαζε….» Wikipedia
[18] ΤΑ ΝΕΑ (ΤΟΥ ΓΙΏΡΓΟΥ ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ   | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 26/02/2011 07:00 |). Η αιτιολόγηση του βομβαρδισμού μάλλον δεν είναι ακριβής αφού έγινε σύμφωνα με άλλες πηγές σε αντίποινα για βομβιστική επίθεση στο Βερολίνο ή λόγω του αυθαίρετου αποκλεισμού από τη Λιβύη του κόλπου της Σούρτης. Πάντως για ένα άλλο περιστατικό που στοίχησε την ζωή σε 270 ανθρώπους, τη βόμβα  σε αεροσκάφος της Pan Am το 1988 η Λιβύη καταδικάστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. και –έστω και καθυστερημένα- ανέλαβε επίσημα την ευθύνη, παρέδωσε τους υπόπτους και αποζημίωσε τους συγγενείς των θυμάτων, ομολογώντας ότι διατηρούσε πολλά στρατόπεδα εκπαίδευσης τρομοκρατών. Πηγή Wikipedia.
[19] Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές που ενδιαφέρουν τους Αμερικάνους είναι ακόμα και σήμερα το 2017 εδώ.
[20] «…Το παιδί, κατανοώντας ότι πολλές φορές ο γονέας στρέφει την προσοχή πάνω του μετά από μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά του, τείνει να δημιουργήσει την πεποίθηση ότι ο μόνος τρόπος για να προκαλέσει την προσοχή και την αίσθηση της αποδοχής από τον γονέα, είναι μέσω της συμπεριφοράς αυτής. Με αυτόν τον τρόπο, παγιώνει τον ρόλο που οι γονείς πολλές φορές του αποδίδουν ως «άτακτου» ή «κακού παιδιού».
Αρχίζει, δηλαδή, να συνδέει την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά με την προσοχή και να μπαίνει στον ρόλο αυτό, για να νιώσει στο επίκεντρο της προσοχής και να πάρει μια θέση στο οικογενειακό πλαίσιο, στο σχολικό και στη συνέχεια και στο κοινωνικό….». πηγή Ψυχική Υγεία.
[21] Λ. ΚΥΡΚΟΣ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ «…Γυρίσαμε στις παραμονές της 21ης Απριλίου και αυτό από ανθρώπους που ζήσανε τη δικτατορία εξ αποστάσεως. Ο Ανδρέας θριαμβολογούσε από το εξωτερικό, σκεφτόταν να κηρύξει ένοπλο αγώνα, έβλεπε τον εαυτό του στη θέση του Άρη ή του Γκεβάρα, επικεφαλής στρατιών Ελλήνων που θα επιστρατεύονταν πάλι σε έναν εμφύλιο πόλεμο, μπούρδες…».
[22]«…Το να μιλάει ο Παπανδρέου για πορεία προς ολοκληρωτικό κράτος είναι φυσικά γελοίο. Και αυτός ο άνθρωπος είναι γελοίος, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό. Διότι, αν υπήρχε μία οιονεί ολοκληρωτική κατάσταση στην Ελλάδα, ήταν αυτή που δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ επί 8 χρόνια, όπου για να πάρει ένας ένα δάνειο από μια τράπεζα έπρεπε η κλαδική να δώσει το πράσινο φως. Τι συζητάμε τώρα, είναι αστεία πράγματα. Αυτός είναι ένας τζουτζές που πέρασε σε χρεωκοπία και σε κατάρρευση, που λέει ότι του ‘ρθει για δημοκοπία…». Πηγή http://eagainst.com/articles/castoriadis-anarchists/
[23]«… Η νομιμοποίηση της κομμουνιστικής Αριστεράς συνοδεύτηκε από την υιοθέτηση σημαντικού μέρους των ιδεολογημάτων της, ακόμη και από δυνάμεις που βρίσκονταν στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος. Ιδίως η επικράτηση της λογικής ότι «ο λαός έχει πάντα δίκιο», οδήγησε στην αντίληψη ότι κάθε διεκδίκηση έναντι του κράτους, ακόμη και η πιο παράλογη και ιδιοτελής, είναι νόμιμη και δικαιολογημένη…». Ανδρέας Λοβέρδος: «Θέσεις για την Νέα Ελληνική Ανόρθωση».
[24] Η ναυτιλία, η γεωργία, που εξασφάλιζε διατροφική επάρκεια, τα εμβάσματα των εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών μας, η οικοδομή και οι κατασκευές, η εκβιομηχάνιση αποτέλεσαν πήγες ανάπτυξης. Σε συνδυασμό μάλιστα με τη συγκράτηση των Ελλήνων σε ό,τι αφορά την κατανάλωση και το ολιγαρκές του βίου τους, όλες αυτές οι οικονομικές δραστηριότητες επέτρεψαν στη χώρα έως τα τέλη της δεκαετίας του '70 να έχει πολύ χαμηλό δημόσιο χρέος (28.4% του Α.Ε.Π. το 1980, αλλά με περιορισμένο Α.Ε.Π. και σε απόλυτους αριθμούς μόλις 1.7 δισ. ευρώ δημόσιο χρέος!) Συνοψίζοντας, η δεκαετία του '70, βρήκε την Ελλάδα με πολλά προβλήματα που αφορούσαν το κράτος, τη διοίκηση, την πολιτική, αλλά και με έναν ελπιδοφόρο ιδιωτικό τομέα, ενός πολύ εργατικού λαού.
[25] «…Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι π.χ. αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο -τον είδα από κοντά και κατάλαβα τι γελοίος άνθρωπος ήταν…». Λ. ΚΥΡΚΟΣ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ