Το BHmagazino δημοσιεύει δύο διαφορετικές απόψεις για ένα φλέγον θέμα
των ημερών: την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να κρίνει
αντισυνταγματικό τον νόμο για την ιθαγένεια
Ηδη από την περίοδο που στον δημόσιο διάλογο κυριαρχούσε το θέμα της
βίλας Αμαλία, το περιβάλλον του Μεγάρου Μαξίμου διέψευδε τους
ισχυρισμούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι οι εκκενώσεις αθηναϊκών
καταλήψεων αποτελούσαν επικοινωνιακά πυροτεχνήματα. Τουναντίον,
διατείνονταν ότι τις εφόδους σε νεοκλασικά των Αθηνών πρόκειται να
διαδεχτούν θεσμικές πρωτοβουλίες, οι οποίες θα προσέδιδαν φιλελεύθερο
χαρακτήρα και στην κοινωνική, εκτός από την οικονομική, πολιτική της
κυβέρνησης Σαμαρά. Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι
10 άρθρα του νόμου Ραγκούση περί ιθαγένειας κρίνονται ανίσχυρα, καθώς
αντιβαίνουν σε διατάξεις του συντάγματος, μοιραία καθιστά επιτακτική την
ανάγκη ενός νέου νόμου για τις συνθήκες απόκτησης ιθαγένειας.
Καθώς
η κοινή γνώμη εκτίθεται τόσο στη συγκινητική καμπάνια της Ελληνικής
Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με τα παιδιά μεταναστών να μιλούν
ελληνικά, όσο και στις μισαλλόδοξες κραυγές της Χρυσής Αυγής, το ζήτημα
της ιθαγένειας παραμένει «καυτή πατάτα». Ενδέχεται να βρεθεί πάλι στο
επίκεντρο σκληρών αντιπαραθέσεων μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης,
ίσως και μεταξύ των εταίρων στη συγκυβέρνηση. Ωστόσο, πέρα από τις
διατάξεις των νόμων και τις πολιτικές φιλοδοξίες των εκλεγμένων
νομοθετών, στη συγκεκριμένη περίπτωση διακυβεύονται ανθρώπινα δράματα
που ζητούν και δικαιούνται υπεύθυνη μεταχείριση από το κράτος. Όπως και μια νεότερη γενιά Ελλήνων, η οποία οφείλει να γνωρίζει τι της ξημερώνει.
«Οι θιασώτες του πολιτικού σκότους»
Από τον Γιάννη Ραγκούση
«Οριστικά
και αμετάκλητα καταργήθηκε ο νόμος Ραγκούση από την Ολομέλεια του ΣτΕ:
Έλληνας γεννιέσαι! Δεν γίνεσαι...». Έτσι έσπευσαν να πανηγυρίσουν στο
Διαδίκτυο η Χρυσή Αυγή και οι λοιποί αιδήμονες συνοδοιπόροι. Πέρα, όμως,
από τις εντυπώσεις, αληθεύει κάτι τέτοιο; Η απάντηση: «Όχι».
Η
μεταρρύθμιση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας βασίστηκε στην παράγραφο 3
του άρθρου 4 του συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «Έλληνες πολίτες
είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος».
Και ο Ν. 3838 όρισε:
Πρώτον, τη ριζική μεταβολή των διαδικασιών με τις οποίες αποδίδεται η ελληνική ιθαγένεια στους ενήλικους νόμιμους μετανάστες.
Έβαλε
έτσι τάξη σε ένα χάος αυθαιρεσίας των εκάστοτε διοικούντων. Έβαλε τέλος
σε ριζωμένες πρακτικές πελατειασμού και αναξιοπρέπειας. Έβαλε φραγμό σε
ελληνοποιήσεις ημετέρων που – διαπιστωμένα, από τις Επιτροπές
Πολιτογράφησης – δεν μιλούσαν καν ελληνικά. Γι’ αυτό και κανένας
«αγανακτισμένος υπερέλληνας» και κανένα δικαστήριο δεν τόλμησαν να
ακουμπήσουν τον θεσμό της πολιτογράφησης των ενήλικων μεταναστών.
Οι
νέες, αξιόπιστες, διαφανείς, ουσιαστικές και αντικειμενικές διατάξεις
του Ν. 3838 για τους ενήλικους νόμιμους μετανάστες ούτε προσεβλήθησαν
και, ως εκ τούτου, ούτε ακυρώθηκαν από το ΣτΕ.
Αντιθέτως, όλη
την προσοχή απορρόφησαν η χορήγηση της ιθαγένειας στη δεύτερη γενιά, στα
παιδιά των μεταναστών, και η ψήφος στις δημοτικές εκλογές. Η περυσινή
απόφαση του Τμήματος μας πήγαινε πράγματι αιώνες πίσω: Πατρίς, θρησκεία,
οικογένεια, «νόμος του αίματος» και, κυρίως, υποχρέωση να ψάχνουμε το
κάθε παιδί ξεχωριστά μόλις γίνει 18 ετών για να σιγουρευτούμε ότι χώνεψε
για τα καλά τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη. Δικαίως, ίσως, πανηγύριζαν
τότε οι θιασώτες του πολιτικού σκότους. Τίποτε από όλα αυτά, όμως, δεν
συμβαίνει με τη νέα απόφαση της Ολομέλειας.
Το πρακτικό
συμπέρασμα της προηγούμενης απόφασης, να γίνεται δηλαδή εξονυχιστική,
εξατομικευμένη έρευνα των φρονημάτων κάθε παιδιού, εξαφανίζεται τελείως.
Άρα, η ιθαγένεια μπορεί να χορηγείται εφόσον εκπληρώνει το παιδί
κάποιες γενικές προϋποθέσεις. Και το σημαντικότερο, η απόφαση αποδέχεται
για πρώτη φορά ρητά και επίσημα πως βάση για τη χορήγηση της ελληνικής
ιθαγένειας σε παιδιά δεν χρειάζεται να είναι μόνον η καταγωγή (έτσι
βαφτίζεται με σεμνότητα το «αίμα»). Μπορεί, αντιθέτως, να
είναι
επιπλέον και το γεγονός ότι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ, το λεγόμενο
δηλαδή «δίκαιο του εδάφους». Αρκεί τα κριτήρια να είναι ουσιαστικά και
όχι τυπικά.
Η υπαναχώρηση αυτή του ΣτΕ για όλους εμάς που
πιστέψαμε στον Ν. 3838/2010 είναι μεγάλη νίκη. Νίκη που διαφυλάσσει
αλώβητο το πνεύμα και τις βασικές πολιτικές επιλογές του νόμου.
Μα
τότε, από πού κι ως πού ανισυνταγματικός ο νόμος; Και εγώ απορώ. Αν
κατάλαβα όμως καλά, το να γεννηθείς από γονείς που και οι δύο ζουν ήδη
πέντε χρόνια νόμιμα εδώ και το να περάσεις τουλάχιστον έξι τάξεις
ελληνικό σχολείο, είναι, λέει η πλειοψηφία του δικαστηρίου, «τυπικές»
και όχι πραγματικά ουσιαστικές προϋποθέσεις για να δώσεις σε ένα παιδί
την ελληνική ιθαγένεια. Και αυτό, λέει, γιατί τα πέντε χρόνια είναι λίγα
για να έχουν ενταχθεί οι γονείς (λες και το θέμα δεν είναι η ιθαγένεια
του παιδιού, αλλά αυτή των γονιών) και τα έξι χρόνια στο σχολείο λίγα
για να αφομοιώσει το παιδί του μετανάστη την ελληνική παιδεία (λες και
αν ήταν τα χρόνια δύο ή τρία παραπάνω, τότε το κριτήριο από «τυπικό» θα
γινόταν ξαφνικά «ουσιαστικό»). Τόσα χρόνια πάνω ή τόσα κάτω, είναι τώρα
στα σοβαρά αυτό θέμα συνταγματικότητας ή μη, που θα κρίνει ένα ανώτατο
διοικητικό δικαστήριο; Με άλλα λόγια, δεν νοείται τα πέντε χρόνια
νόμιμης διαμονής των γονιών ή τα έξι χρόνια στο σχολείο να είναι
αντισυνταγματικά, ενώ τα οκτώ και τα εννιά χρόνια αντίστοιχα να
θεωρούνται συμβατά με το σύνταγμα.
Όπως αναφέρουν, πάντως,
διαπρεπείς συνταγματολόγοι, σύμφωνα με το σύνταγμά μας, αυτές οι
εκτιμήσεις είναι κατεξοχήν δουλειά της Βουλής την οποία εκλέγουμε
δημοκρατικά, όλοι μαζί, και όχι κάποιων δικαστών σε ρόλο «εθνοφυλάκων»
ή, ακόμη χειρότερα, πρόθυμων προαγωγών της ιδεολογίας συγκεκριμένης
μερίδας του πολιτικού σκηνικού. Αυτό ακριβώς υπογραμμίζει με αιχμηρό
τρόπο και η θαρραλέα μεγάλη μειοψηφία των δικαστών του ΣτΕ (13 έναντι
24) στην απόφαση, αναφέροντας («[...] και τούτο διότι άλλως το
δικαστήριο, μέσω του δικαστικού ελέγχου, θα υποκαθιστούσε ανεπιτρέπτως,
δηλαδή καθ’ υπέρβασιν του συνταγματικού ρόλου του, τη Βουλή στην άσκηση
του νομοθετικού έργου της, αφού θα ήλεγχε, παρεμβαίνοντας με τον τρόπο
αυτόν στο πεδίο των πολιτικών αντιπαραθέσεων [...]»).
Σε κάθε
περίπτωση, μετά την απόφαση αυτή, όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά:
το αν τα παιδιά των μεταναστών θα κρατήσουν το δικαίωμα στο όνειρο και,
μαζί με αυτά, η πατρίδα μας την ελπίδα για ένα πιο φωτεινό και ειρηνικό
αύριο, δεν είναι θέμα συμμόρφωσης με δικαστικές αποφάσεις, αλλά θέμα
πολιτικής επιλογής των δυνάμεων που μας κυβερνάνε. Και αν είναι πολύ να
περιμένουμε κάτι από τον κ. Σαμαρά και το κόμμα του, μπορούμε να
περιμένουμε ακόμη κάτι από τη ΔΗΜΑΡ και το ΠαΣοΚ;
Είναι δε
ξεκάθαρο ότι αν τα παιδιά νόμιμων μεταναστών αποκτούν την ελληνική
ιθαγένεια με τη γέννησή τους – και όχι μετά τα 18, όπως επιδιώκει το
ακροδεξιό σχέδιο –, τότε θα πρόκειται για μια ουσιαστική επιβεβαίωση του
Ν. 3838, καθώς και για επιβράβευση όσων τον πίστεψαν, τον
στήριξαν και τον υπερασπίστηκαν, διότι σε αυτή την περίπτωση πραγματικά
θα έχει στεριώσει μια ιστορική μεταρρύθμιση στον Κώδικα Ελληνικής
Ιθαγένειας.
Για την ιστορία
1. Ο Ν. 3838 είχε την ομόφωνη
έγκριση του Πρωθυπουργού και του Υπουργικού Συμβουλίου. Υπερψηφίστηκε
από τους βουλευτές του ΠαΣοΚ, του ΚΚΕ και του, ενιαίου τότε,
Συνασπισμού.
Το σύνολο των βουλευτών της ΝΔ καταψήφισε και αυτό
την ένσταση αντισυνταγματικότητας έναντι του σχεδίου νόμου που κατετέθη
στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου από τον ΛΑΟΣ – υπογραμμίζω – μόνο για
την ψήφο των μεταναστών στις δημοτικές εκλογές και όχι για την κτήση της
ιθαγένειας. Τη συνταγματικότητα του νόμου δεν αμφισβήτησε το
επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής στην έκθεση που συνόδευσε την κατάθεση
του νομοσχεδίου στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου. Τη συνταγματικότητα
του νόμου υπερασπίστηκαν ενώπιον του ΣτΕ οι διαπρεπείς συνταγματολόγοι
Ν. Αλιβιζάτος, Φ. Σπυρόπουλος, Χρ. Πολίτης, καθώς και ο αντιπρόεδρος του
ΝΣΚ, Ν. Μαυρίκας. Πλήθος επιστημονικών, κοινωνικών και συλλογικών
φορέων στήριξαν τον νόμο, με προεξάρχουσα την Ελληνική Ενωση για τα
Δικαιώματα του Ανθρώπου.
2. Τη διάταξη στο άρθρο 4, παράγραφος 3
του συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «Ελληνες πολίτες είναι όσοι έχουν
τα προσόντα που ορίζει ο νόμος» πρώτη φορά υιοθέτησε ως δεύτερη
παράγραφο του άρθρου περί ισότητας η Εθνοσυνέλευση της Γ΄ Σεπτεμβρίου
1843. Η επιφύλαξη αυτή υπέρ του κοινού νομοθέτη δεν ήταν τυχαία. Ηταν
απόρροια της οξύτατης αντιπαράθεσης «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων» στην
πρώτη εκείνη Εθνοσυνέλευση μετά την Ανεξαρτησία. Προκειμένου να μη
δεσμευθούν οι επιλογές των επόμενων συνεδριάσεων της Βουλής για το ποιοι
θα είναι «έλληνες πολίτες», οι πληρεξούσιοι του 1843 προέκριναν μετά
λόγου γνώσεως να αφήσουν το θέμα εκτός συντάγματος, ώστε ο νομοθέτης να
έχει κατ’ αρχήν τα χέρια του λυμένα για ένα ζήτημα ύψιστης πολιτικής
σημασίας. Αξίζει να παρατεθεί το σχετικό απόσπασμα από τα επίσημα
πρακτικά της Εθνοσυνέλευσης εκείνης: «Αν και λόγοι πολλοί ουσιώδεις και
πικραί αναμνήσεις υπαγορεύουν την ανάγκην του να γίνη λόγος περί [των
προσόντων του Ελληνος πολίτου] εντός του συντάγματος, η Επιτροπή δεν
έθεσε τούτο εις το σύνταγμα διά τους ακολούθους δύο λόγους:
1. Διότι ειδικός νόμος περί των προσόντων του πολίτου Ελληνος εντός του συντάγματος θα ήναι ατελής, και
2.
διότι, εάν ο νόμος ούτος τεθεί εντός του συντάγματος θα ήναι ως και το
σύνταγμα αμετάβλητος, και οι όροι αυτού θέλουν είσθαι αδύνατον να
τροποποιηθώσι μετά ταύτα εάν ανάγκη τις ήθελεν υπαγορεύσει [...] (η της
Γ΄ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική Συνέλευσις, επίσημα πρακτικά, συνεδρ.
ΚΣτ΄, 8.1.1844, σελ. 143-144).
Η αντισυνταγματικότητα του Ν. 3838/2010 για την ιθαγένεια και το νέο πλαίσιον.
Από τον Ιωάννη Κωτούλα
Η
60/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι 10 άρθρα του
Ν. 3838/2010 (1α, 14-21 και 24), γνωστού σε δημοσιολογικό επίπεδο ως
«νόμου Ραγκούση», είναι ανίσχυρα ως αντιβαίνοντα σε θεμελιώδεις
διατάξεις του Συντάγματος της Ελλάδας. Κατά συνέπεια, ο Ν. 3838/2010
αποτελεί μία από τις πλέον προβληματικές νομοθετικές πρωτοβουλίες και
ενδεικτική περίπτωση υπαγωγής της αυτονόητης συνταγματικής συμβατότητας
ενός νόμου σε μια ιδεοληπτική προσέγγιση.
Η αντισυνταγματικότητα του Ν. 3838/2010 αφορά τρεις κύριες περιπτώσεις.
α.
Το απλό δίκαιο εδάφους χωρίς οιαδήποτε φοίτηση σε ελληνικό σχολείο. Το
απλό δίκαιο εδάφους, δηλαδή η γέννηση στην επικράτεια της χώρας, δεν
είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι θεμελιώνει γνήσιο δεσμό με τη χώρα,
καθώς δεν υφίστανται άλλες προϋποθέσεις, όπως η ελληνική παιδεία και η
κοινωνική ενσωμάτωση. Η ιδιαίτερα προβληματική αυτή διάταξη, η οποία,
πλην του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν απαντά με αυτή τη μορφή σε καμία χώρα
της Ευρώπης, θα υπονόμευε την κρατική κυριαρχία σε μέγιστο βαθμό. Και
αυτό διότι θα ήταν δυνατόν αλλοδαποί να αποκτούν αυτομάτως, με τη
γέννησή τους και χωρίς καμία απολύτως προϋπόθεση, την ελληνική
ιθαγένεια, να εγκαταλείπουν χωρίς να φοιτήσουν στο σχολείο την Ελλάδα
και να διαθέτουν ελληνική ιθαγένεια αυτοί και οι απόγονοί τους.
β.
Την εξαετή φοίτηση ως προϋπόθεση για την κτήση της ιθαγένειας. Το
σύνταγμα της Ελλάδας αναφέρει ρητά στο άρθρο 16, παρ. 3, ότι τα έτη
υποχρεωτικής φοίτησης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα. Η εισαγωγή
εξαετούς φοίτησης για τα τέκνα αλλοδαπών ήταν μια προδήλως
αντισυνταγματική πρακτική, η οποία λειτουργούσε σε βάρος των τέκνων,
αφού τους παρείχε ελλιπή παιδεία.
γ. Το δικαίωμα του εκλέγειν και
του εκλέγεσθαι για αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών, για μη
κοινοτικούς, δηλαδή, αλλοδαπούς. Το σύνταγμα ρητά επιφυλάσσει μόνο στους
έλληνες πολίτες τα δικαιώματα που κατοχυρώνουν την πολιτική συμμετοχή,
με κεντρικό παράδειγμα το άρθρο 29 για το δικαίωμα ίδρυσης και
συμμετοχής σε πολιτικό κόμμα, χωρίς το οποίο δεν νοείται συμμετοχή σε
εκλογές ούτε σε τοπικό επίπεδο. Οι κοινοτικοί υπήκοοι συμμετέχουν βάσει
των προβλέψεων της ΕΕ. Η αντισυνταγματικότητα της ψήφου των αλλοδαπών
υπηκόων τρίτων χωρών στις εκλογές των οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης
αποτελεί ένα από τα ουσιωδέστερα σημεία, τα οποία καταδεικνύουν την
ανεπάρκεια του Ν. 3838/2010.
Ο Ν. 3838/2010, επομένως, υπήρξε μια
πρόχειρη και εμφανώς αντισυνταγματική απόπειρα εισαγωγής ορισμένων
εννοιών, όπως το δίκαιο του εδάφους, και καθιέρωσης διαδικασιών, όπως η
εκχώρηση ψήφου σε μη κοινοτικούς υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίες έχουν
απορριφθεί ως προβληματικές, αλλά και αντισυνταγματικές σε χώρες-οδηγούς
της διαχείρισης του μεταναστευτικού, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η
Ιταλία και η Αυστρία.
Ο νέος νόμος Αθανασίου, ο οποίος θα
αντικαταστήσει διατάξεις του Ν. 3838/2010 και θα επαναδιατυπώσει τον
Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας, θα ήταν χρήσιμο να εδράζεται στις εξής
θεμελιώδεις αρχές:
α. Στη διακρίβωση του γνησίου εξατομικευμένου
δεσμού του ενδιαφερομένου να πολιτογραφηθεί αλλοδαπού προς το ελληνικό
κράτος και τις αξίες της ελληνικής κοινωνίας. Ο γνήσιος δεσμός συνδέεται
με την έννοια της δομικής ενσωμάτωσης, η οποία πρέπει να προηγείται του
αιτήματος πολιτογράφησης του αλλοδαπού. Η ιθαγένεια δεν αποτελεί μέσο
ενσωμάτωσης, αλλά το τελικό στάδιο μιας ήδη επιτευχθείσης διαδικασίας
ενσωμάτωσης. Η ιδιότητα της ελληνικής ιθαγενείας πρέπει, δηλαδή, να
αποτελεί το τελικό στάδιο της ενσωμάτωσης των αλλοδαπών στην ελληνική
κοινωνία και όχι το µέσο για την ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία
αλλοδαπών, όπως ίσχυε με τον Ν. 3838/2010.
β. Στην εξατομίκευση
της κρίσης για την απόκτηση της ιθαγένειας, η οποία είναι σύμφωνη με τον
σεβασμό της διακριτής προσωπικότητας του ατόμου. Η εξατομίκευση της
κρίσης συνδέεται με την καθιέρωση τεστ ιθαγένειας με υψηλό επίπεδο
ελληνομάθειας και υποχρεωτικής συνέντευξης, αυτονόητων πρακτικών σε ένα
ορθολογιστικό και θετικιστικό πλαίσιο αξιοκρατικής διάγνωσης.
γ.
Στον εξορθολογισμό της μόνιμης και νόμιμης διαμονής στην χώρα, η οποία
είναι δυνατόν να προσεγγίσει τα 10 ή 12 έτη κατά το υπόδειγμα της
Ισπανίας, της Ιταλίας, της Αυστρίας και της Ελβετίας. Συναφής είναι και η
πρόβλεψη για προγενέστερη νόμιμη είσοδο στην ελληνική επικράτεια.
δ. Στην ιδιαίτερη μέριμνα για τους ανά την υφήλιο ομογενείς, οι οποίοι αποτελούν τμήμα της ελληνικής πολιτισμικής κοινότητας.
*
Ο Ιωάννης Κωτούλας είναι ιστορικός, συγγραφέας των μελετών
«Μετανάστευση και κυρίαρχη εθνική κουλτούρα» (εκδ. Παπαζήση, 2011) και
«Ιθαγένεια και κρατική κυριαρχία» (εκδ. Παπαζήση, υπό έκδοση).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευπρόσδεκτα τα καλοπροαίρετα, ευπρεπή και τεκμηριωμένα σχόλια, γιατί αυτό θεωρώ ελληνικό τρόπο.
Διευκρινίζεται ότι δεν δεσμεύομαι να απαντώ σε όλα τα σχόλια και η παράλειψη απάντησης δεν σημαίνει παραδοχή οποιουδήποτε σχολίου ή άποψης.